United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος πια ο Αίας μίλησε στο γιο τ' Ατριά Μενέλα 651 «Τήρα, Μενέλα θεϊκέ, αν ζωντανά ίσως κάπου δεις το λεβέντη Αντίλοχο, του γέρου γιο Νεστόρου, και ξόρκισ' τον να τρέξει εφτύς στον Αχιλέα ως πέρα και ναν του πει πως χάθηκε ο λατρεφτός του βλάμης655

Ήλιοςτην ωρηότη ο ένας, άστρο της αυγής ο άλλος. Τους αγάπησε κ' η κόρη κ' έλυωνε σαν το κερί Μη γνωρίζοντας η μαύρη ποιον ν' αφήση ποιον να πάρη. Την τηρά αχαμνή ο πατέρας, γνοιάζεται το μυστικό της Και με τα ψαρέμματά του τώβγαλε 'ς τ' αχείλη της. Λέει στερνά: — Βουλιούμαι, κόρη, Κάστρον αψηλό να χτίσω Κι' αφ' τον ποταμότη Χώρα το νερό χτιστό να φέρω.

Τρεις χρόνους αγαπούσα κόρην ώμορφη, Και λόγο δεν της πήρα, κι' ουδέ φίλημα. Μια μέρα 'ςτό ποτάμι την απάντησα· Της κρένω, δε μου κρένει, κι' ουδέ με τηρά, Της ρίχνω ένα λουλούδι, δεν το δέχτηκε, Της ρίχνω το μαντήλι, κρυφοθύμωσε... Με συνεπήρε ο πόνος, μάνα, κι' ο καϋμός· Πεζεύω, 'ςτά πλατάνια δένω τ' άλογο Κι αρπαχτικά την πιάνω και την φίλησα.

Και το Δυσσέα βλέποντας ξαναρωτάει ο γέρος «Τήρα κι' εκείνον, κόρη μου, και πες μου αφτός πιος είναι. Δεν έχει την κορμοστασά του βασιλιά Αγαμέμνου, μα φαίνεται σαν πιο φαρδύς στις πλάτες και στα στήθια. Τάχει βαλμένα κατά γης τα πλουμιστά άρματά του, 195 και πηγαινόρχεται κοντά στους λόχους σα μπροστάρης.

ΑΣΤ. Και πούθε είσαι γιαμά; ΠΕΛ. Απ' την Πελοπόννησος. ΑΣΤ. Και πες δα κακόροικε π' ούσαι απέ του Μουρέακαι τι τέχνη κάμεις. ΠΕΛ. Έμπορος. ΑΣΤ. Και τι θα πη μουρέ έμπορος; ΠΕΛ. Πραματευτής. ΑΣΤ. Ώρσαι και συ διάολλεέμαθες και συ τζη ελληνικούραις. ΠΕΛ. Τήρα δω, κύρ αστρονόμο, είμαι έλληνας, ακούς με, και πρέπει να μιλώ με μάθησις. ΑΣΤ. Και πώς εγίνηκε ο λαβωμός του Κρητικού;

Τόσο, που μερικές φορές στα κοτρώνια που ανέβαινε το μουλάρι μου κόντεψα με τα τινάγματά μου να την πάθω σαν τη δασκάλα και να κατρακυλισθώ σε βαθύτερους λάκκους. — Τήρα μπροστά σου, μπρε παιδί μ', μου φώναζε ο αγωγιάτης, τι θα πας κ' εσύ στο ρέμμα κάτου καμμιάν ώρα. Είνε κακοτοπιά δω, τήρα μπροστά σου.

Τότες τους είπε ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος «Διομήδη, θρέμμα του Τυδιά, μυριάκριβό μου αδρέφι σύντροφο αν θέλεις, διάλεξεπάρε όπιον θες ατός σου235 τον πιο άξιο απ' όσους πρόβαλαν, τι αποθυμούν πολλοί τους. Μα εσύ, από σέβας τάχατες, τον πιο καλό μη θέλεις ν' αφίσεις, και χειρότερο διαλέξεις, μήτε τήρα φύτρα ή γενιά κι' αν είναι τος πιο βασιλιάς μεγάλος

ΠΕΛ. Να σ' ορίσω, κυρ αστρονόμο, δεν ξέρω, εγώ έφερα να πουλήσω κάμποσα λαγοτόμαρα, κάμποσ' αλούπια, τυριά βούτηρα και τραχανά· είχα στείλει και τον παραγιό μου με καμπόσαις γίδαις στέρφαις π' ούχα στην παλιοστανή μου και τα πούλησα όλα, κι' έκαμνα το λογαρισμό μουσα με τζούκλωσε η πείνα, ήρθα να την τηλώσω σ' τη λοκάντα, ηύρα και την αφεντιά τους εδώ, κι' είπαμε να κάμουμ' ένα γλέντικαι να σ' ορίσω γλεντάγαμε όμορφα και καλάσα θε ν' άρθη το μαγκούφι έρχεταιαρβανίτης τ' όβαλε στη μπουρίνα πγια σα θα το φέρ' διάβολος, και σ' τα καλά καθούμενα, τζακωθήκανε με τον κρητικότο τζάκωμά τους τ' ήτουνα, να σε ορίσω, δεν ξέρω τι ήτουνα, — δεν έβανα αυτί ν' ακρουμαστώ καλά καλά, — εγώ ακούς με, τόσο τόσο δε συλλογιούμαι για ξέναις έννοιαιςτήρα δώ, το νιτερέσω μου κυττάζω κι' άρα μάρα, ήλιος.....