United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι λέτε πάλε να σας έδινα έτσι κανένα χουζουρεμένονε μισοδασκαλισμοδημοτικοκαθαρεβισμό; Φέρ' το αφτό, και μοιάζει λαμπρό πράμα. Όλα τάχει. Το σύστημα, για να σκοτώση κανείς τη δημοτική, βέβαια πως είναι πρώτης. Καλήτερο δεν υπάρχει.

Πολεμάει να γλυτώση την αρχόντισσα, μα πού να προφτάξη, που θέλει μέρες και μέρες να πάη και νάρθη! . . Ανατριχιάζω, καημένη, και δε συμμαζεύουμαι από την τρεμούλα. Και τέτοιο σκοτάδι! Φέρ' ένα φανάρι από μέσα να καθίσουμε στο κατώφλι αυτουδά! Α μας χρειαστούνε, η Γαρουφαλιά θανοίξη το παραθύρι και θα φωνάξη. Πού ύπνος πια τέτοιες ώρες! Πιπ.

Και αυτά τα ψεύματά της, όσα έλεγεν, εγίνοντο ακούσιαι αλήθειαι δι' αυτήν. Όπως, φέρ' ειπείν, όταν, μετά το μαχαίρωμα το οποίον είχεν υποστή από τον αδελφόν της, απαντώσα εις τας εταστικάς ερωτήσεις του χωροφύλακος, έλεγεν: «Είχα πόνο και ζάλη!». Και συγχρόνως άμα τω λόγω αυτώ, της ήρχετο αληθής λιποθυμία, ωσεί ανωτέρα τις, δαιμονία θέλησις να ήθελε να καλύψη το ψεύδος της.

Είπε και την κελλάρισσα προσφώνησ' Ευρυνόμη· «Φέρ', Ευρυνόμη, εδώ θρονί με την προβειά στρωμένο, ο ξένος να καθίση αυτού, λόγον να ειπή, ν' ακούση λόγον και κείνος απ' εμέ, και θα τον εξετάσω»·

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Όλα τα είπες μια χαρά• μα στης θεές ωρκίστηκες άνδρας εσύ, πως μίλησες με λέξεις γυναικίστικες; Γ’ ΓΥΝΗ Ου!. . . ναι, μα τον Απόλλωνα! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Παύσε και συ τη λίμα, γιατί εγώ για τη Βουλή δεν κάνω ούτε βήμα, αν ίσως δεν προγυμνασθώ. Γ’ ΓΥΝΗ Φέρ' το στεφάνι πίσω• τώρα μελέτησα καλά και θα το ξαναρχίσω. — Εγώ λοιπόν, γυναίκες μου. . .

Απεμακρύνετο της καλύβης, και εκεί εμονολόγει, φανταζόμενος ότι ομιλεί προς την Αϊμάν περί του προκειμένου. Εκεί τουλάχιστον δεν ηδύναντο να τον ακούωσι. Μετά διημέρους αγώνας δεν είχε κατορθώσει ουδέ να ορίση την πρώτην λέξιν, ην έμελλε ν' απευθύνη προς την νέαν. Έλεγε, φέρ' ειπείν·Πώς ν' αρχίσω; Αϊμά, θέλω να σου πω. Όχι, &Αϊμά&, δεν πάγει. Θα της φανή χωριάτικο.

Την πρώτη φορά είχα ειπεί ένδεκα· ύστερα, στη στιγμή, το μετάνοιωσα κ' είπα με τον εαυτό μου: «ας κρατήσω κ' ένα σβάντζικο, δεν ξέρω τι γίνεται». Μα ο αμαξάς είχεν ακούσει τα ένδεκα. Επάσκισα εγώ να το κρύψω, το ένα μέσ' την παλάμη μου, μα εκείνος το είδε. — Είπες ένδεκα, είπεν ο αμαξάς. Φέρ' τα εδώ και θα σε πάρω. — Δέκα, είπα εγώ. — Φέρ' το και τ' άλλο, επέμεινεν ο αμαξάς.

Φέρ' την εδώ παιδί μου! εγώ την αγοράζωτην τύχην της κόρης μου. Και ούτω μετήλλαξα πάλιν κύριον.

Απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνον Οδυσσέας· 105 «Δράμε και φέρ', ενόσω εδώ βέλ' είναι να παλαίσω, μη με κινήσουν, μοναχός ως είμαι, από την θύρα».

Ας λάμπη δε το βλέμμα σας καθώς Αποσπερίτης, Αυγερινός και Σείριος, κι' ας είμαι Σαρδανάπαλος και χαύνος Συβαρίτης και μαλθακός Ασσύριος. Του πυρετού μου έρχονται κακαίς ανατριχίλαις... μην ανατείλης, χαραυγή, μη σιωπάτε, κούκοι, κι' ελάτε, περδικόστηθαις και μαρμαροτραχήλαις, κι' ας φέρ' η Μάκβεθ ναργιλέ κι' η Δαλιδά τσιμπούκι.