Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Πάντες ούτοι, πλήρεις έχοντες τας χείρας αυτών χαρτονομισμάτων και μετοχών, ων η πλήρης ρύπου και μωλώπων μορφή αληθή και αδελφικόν μοι ενέπνεεν οίκτον, περιεφέροντο συνωθούμενοι και οιονεί δαιμονίωντες μεταξύ του πλήθους, και εξελαρυγγίζοντο κραυγάζοντες και εκφωνούντες το εμπόρευμά των. — Αγοράζω δέκα κομματάκια με σαρανταεννηά! . . . — Και μισό, αγαπητέ, και μισό. — Πουλώ είκοσι, με πενήντα.

Και τον έβλεπα και μ' έβλεπε μειδιών πάντοτε. — Μα δε γελάς; μου λέγει. — Επροσπάθησα να μειδιάσω. « — Ένας χωρικός σήμερα είχε το αμάξι του γεμάτο και τα πήρα φθηνά, με είπεν. Απεφάσισα ν' αγοράσω κι' άλλα γιατί δίνουν κέρδος. Αυτά τα κρέμασα για σημάδι πως αγοράζω. Για συλλογίσου όμως εμπόρευμα που μούτυχε; αι; Κ' εγελούσε πάντοτε. Εγώ μόλις τον ήκουα.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Όπου κι' αν 'πάγω είκοσι, αν θέλω, αγοράζω. Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Να τους πουλήσης; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Φλυαρείς όσον ο νους σου κόπτει. Και όμως κόπτει κάμποσον. Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Προδότης είν' αλήθεια, μητέρα, ο πατέρας μου; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Ναι. Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Τι θα 'πή προδότης; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Κείνος που επάτησε τους όρκους του. Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Και όλοι, όσοι το έκαμαν αυτό, όλοι προδόται είναι;

Τοιαύτα τινα εφιλοσόφουν κατ' εμαυτήν, ακούουσα περί εμέ τας αλλοκότους ταύτας φράσεις: — Αγοράζω με δεκαπέντε, το ένα εμπρός, παραδοτέα την πρώτην. — Πουλώ τέσσαρα κομματάκια με δεκαέξ, το ήμισυ εμπρός. — Πουλώ δέκα εις τα δεκαπέντε και μισό, μετά το χρηματιστήριον. — Αγοράζω με δεκαπέντε και μισό, το ήμισυ εμπρός δι' αύριον. — Αγοράζω με δεκατέσσαρα πενήντα κομμάτια υποχρεωτικά.

Να θέλη και καλά, να το κάμη να μιλή, να φέγγη, ν' αστράφτη!... Δεν λυπάται τον κόπο της, η σκύλα, ν' ασβεστώνη τρεις φορές την εβδομάδα, πέντε φορές την εβδομάδα να σφουγγαρίζη!... Μ' έχει αφανίσει στον ασβέστη, δεν προφταίνω να της αγοράζω σφουγγάρια... Κάθε Σάββατο έρχεται ο Στέργιος ο Καμινής και μου γυρεύει λεπτά... Τακούτε σεις!... Οι βουτηχτάδες, οι Καλύμνιοι, οι Αιγηνίτες, οι Τρικεριώτες, δεν έχουν άλλο μουστερή από μένα... Μάθανε τώρα το δρόμο, και πηγαίνουν τα ίσαστο σπίτι. «Σφουγγάρια καλά!

Φέρ' την εδώ παιδί μου! εγώ την αγοράζωτην τύχην της κόρης μου. Και ούτω μετήλλαξα πάλιν κύριον.

Αλλά τώρα γδύσου, διότι θέλω να σε ίδω και γυμνόν. Μπα, ο μηρός του είνε χρυσός! Φαίνεται ότι δεν είνε άνθρωπος, αλλά θεός. Εξάπαντος θα τον αγοράσω. Πόσον θέλεις δι' αυτόν; ΕΡΜ. Δέκα μνας. ΑΓΟΡ. Τον αγοράζω εις αυτήν την τιμήν. ΖΕΥΣ. Γράψε το όνομα του αγοραστού και την πατρίδα του. ΕΡΜ. Φαίνεται ότι είνε Ιταλιώτης, ω Ζευ, από τα μέρη της εκεί Ελλάδος, τον Κρότωνα ή την Τάραντα.

Στα πενήντα αγοράζω εγώ, απήντησε μετά πυρετώδους εξάψεως ο Θοδωράκης. — Πόσα; έσπευσε να ερωτήση ψυχρώς ο μεσίτης μου. — Τριάντα . . . αν έχης, απήντησεν ο αγοραστής. — Δικά σας! προσέθηκεν ο κυρ Γιάννης, και έτεινε την χείρα του προς τον ωχρόν και πυρέσσοντα Θοδωράκην. — Τα χρήματα όμως, υπέλαβεν εκείνος, τείνων επίσης την χαρά του εις τον μεσίτην, αύριον το πρωί, διότι σήμερον εκτινάχθηκα.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν