United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τοιαύτα τινα εφιλοσόφουν κατ' εμαυτήν, ακούουσα περί εμέ τας αλλοκότους ταύτας φράσεις: — Αγοράζω με δεκαπέντε, το ένα εμπρός, παραδοτέα την πρώτην. — Πουλώ τέσσαρα κομματάκια με δεκαέξ, το ήμισυ εμπρός. — Πουλώ δέκα εις τα δεκαπέντε και μισό, μετά το χρηματιστήριον. — Αγοράζω με δεκαπέντε και μισό, το ήμισυ εμπρός δι' αύριον. — Αγοράζω με δεκατέσσαρα πενήντα κομμάτια υποχρεωτικά.

Εάν, ως πιστεύω, δεν είναι αληθές τίποτε, η πόλις δεν θα δειλιάση υπό των αγγελιών σας ουδέ θα υποβληθή εις εκουσίαν δουλείαν εκλέγουσα σας ως αρχηγούς. Αυτή εαυτήν συμβουλευομένη και τους λόγους σας θα θεωρήση ως πραγματικάς αποπείρας και την υπάρχουσαν ελευθερίαν δεν θα την χάση ακούουσα σας, αλλά δι' έργων προφυλασσομένη και μη επιτρέπουσα τούτο, θα προσπαθήση να διασώση αυτήν».

Αλλ' ο άγιος ταχύς βοηθός, πάραυτα εξήγαγε το πλοίον μακράν του κινδύνου. Μία δε γλυκητάτη αύρα προσπνεύσασα ευώδης και αγιαστική ενέπλησε χαράς την καρδίαν των. Πόσαις φοραίς παιδίον με συνεκίνησεν η δραματική αυτή διήγησις! Η Κυρατσούλα ακούουσα της αγρυπνίας τους κώδωνας, έπαυσε χωρίς να θέλη τον θρήνον και «Πήγαινε, μάννα, το εικόνισματην Εκκλησιά», είπε. «Είνε αμαρτία να μη το πάμε».

Ότε, άνευ προοιμίων, είπεν ότι εύρε τον γαμβρόν διά την αδελφήν της ερωμένης του, αντί του να εκφράση η ακούουσα την ευχαρίστησιν ή τουλάχιστον την περιέργειάν της, εξηκολούθησε το ράψιμον μετά προσποιητής αδιαφορίας, και μόνον έν Α! εξήλθε των χειλέων της, εν Α! μεταξύ ερωτήματος και επιφωνήματος. Αλλ' είτε απορίαν εξέφραζεν είτε ειρωνείαν, το Α! εκείνο επάγωσε τον Λιάκον.

Τι; ενύσταξες κι' όλα; ηρώτησεν η σύζυγός του, ακούουσα μάλλον ή βλέπουσα την συζυγικήν εκείνην χασμωδίαν. Μήπως δεν είσαι καλά; — Καλά είμαι . . . αλλά βαρηούμαι κ' εγώ . . . 'ξεύρεις. — Δεν πηγαίνεις καμμίαν ώραν εις την λέσχην, να διασκεδάσης; — Αποκρηά σήμερον, . . . ποιος θα ήνε εις την λέσχην; Έπειτα . . . μπορεί να μας έλθουν και τίποτις μάσκαραις απόψε . .,

Είχε λάβει δύο κληματίδας λεπτάς απ' την πλουσίαν αναδενδράδα της αυλής του, τα είχε τυλίξει με βαμβάκι, κ' εκόλλησεν επάνω ολίγον χρυσόχαρτον, το οποίον εύρε εις τα συρτάρια των εργοχείρων της γυναικός του, περίσσευμα από στέφανα άλλων γάμων, επειδή η Χατζίνα ηγάπα τα τοιαύτα κοινωνικά χρέη, και συχνά εγίνετο συντέκνισσα εις ανδρόγυνα, και νονά εις βρέφηακούουσα εκάστοτε την συνήθη εγκάρδιον ευχήν : «Όπως έτρεξες με το λάδι, να τρέξης και με το κλήμα, συντέκνισσα» — δηλ. να ζήση να στεφανώση τα νεοφώτιστα, όσα είχεν αναδεχθή.

Σωκράτης Δεύτερον δε θα περιγράψη τι εις τι ενεργεί ή τι έπαθεν υπό τινος εκ φύσεως. Φαίδρος Αναμφιβόλως. Σωκράτης Τρίτον δε, αφ' ου κατατάξη τα γένη των λόγων και της ψυχής και τα παθήματα τούτων, θα ανατρέξη εις τας αιτίας, προσαρμόζων έκαστον γένος εις έκαστον και διδάσκων, οποία ούσα η ψυχή, ποίους λόγους ακούουσα και διά ποίαν αιτίαν κατ' ανάγκην άλλη μεν πείθεται, άλλη δε απειθεί.

Θα υπάγωμεν εις τον ποταμόν· εκεί δε ακούουσα μακρόθεν την μουσικήν, θα συλλαμβάνω φαιοπτέρυγας ιχθύς· το κυρτόν άγκιστρόν μου θα διαπερά τας ιλυώδεις σιαγόνας των, και ανασύρουσα αυτούς θα νομίζω ότι έκαστος τούτων είναι είς Αντώνιος, και θα λέγω, α! α! σε συνέλαβα.

Η καπετάνισσα κατ' αρχάς, ακούουσα ταύτα, ήρχισε να φοβήται και αυτή. Διότι περί το μεσονύκτιον την εξύπνα άλλοτε μεν φωνή αλώπεκος, άλλοτε λύκου ωρυγή, και άλλοτε χρεμετισμός ίππου. Και, όταν μίαν νύκτα ήθελε ν' αντλήση ύδωρ από την στέρναν, βροχή λίθων παρ' ολίγον να θραύση την κεφαλήν της.

Ο Μάρτης είνε πολύ υπερήφανος μην· δεν ήτο δυνατόν ν' ανεχθή αυτός τοιαυτήν ύβριν και μάλιστα από μίαν παληόγρηαν εκεί, η οποία πριν έτρεμεν ακούουσα το όνομά του· ήτο φοβερόν!