United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


&1863, Οχτώμβρης, 27& μέρα Κυριακή. Έγεινε μεγάλη δοξολογία, για την ανάβαση στο θρόνο του Γεωργίου Α' βασιλέως των Ελλήνων. &1864, Πρώτη Γενναριού&. Επάγωσε η λίμνη κι οι ανθρώποι περπατούσαν στον πάγο της ως το νησί. &1865, Πρώτη Μαϊού&. Ένα Οβραιόπουλο έγεινε Ρωμιός και το έβγαλαν στ' όνομα Γιώργη. &1866, Μάης μήνας& κ' έπεσε φοβερό χαλάζι που στρώθηκε σα χιόνι στη γης. Έκαμε μεγάλες ζημιές.

Ότε, άνευ προοιμίων, είπεν ότι εύρε τον γαμβρόν διά την αδελφήν της ερωμένης του, αντί του να εκφράση η ακούουσα την ευχαρίστησιν ή τουλάχιστον την περιέργειάν της, εξηκολούθησε το ράψιμον μετά προσποιητής αδιαφορίας, και μόνον έν Α! εξήλθε των χειλέων της, εν Α! μεταξύ ερωτήματος και επιφωνήματος. Αλλ' είτε απορίαν εξέφραζεν είτε ειρωνείαν, το Α! εκείνο επάγωσε τον Λιάκον.

Αυτά 'πε• και ο πολύπαθος επάγωσε Οδυσσέας, κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•

Επάγωσε το φαΐ! Διέκοπτεν ενίοτε τα όνειρα αυτά η σύζυγος, αγαθή και φιλόστοργος γυνή. Αλλ' ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός δυσκόλως επείθετο να διακόψη την ωραίαν εκείνην σειράν των ινδαλμάτων του, εντρυφών, χορταίνων.

Ο Μάρκος την πήρε από τα χέρια και την εσήκωνε, όταν η Ιζόλδη ρίχνοντας απάνω του τα μάτια της, είδε τα ευγενικά χαρακτηριστικά του παραμορφωμένα από το θυμό. Τέτοιος της είχε φανή, τότε, μπροστά στη φωτιά, — σα μανιασμένος. «Α! σκέφτηκε, ο φίλος μου ανακαλύφτηκε. Τον έπιασε ο Βασιλιάς». Επάγωσε η καρδιά της, κι' αμίλητη η Ιζόλδη έπεσε στα πόδια του Βασιλιά.

1863, Φλεβαριού 7 . Ένα Οβραιόπουλο, πώκαμε τον πραγματευτή στη Ζίτσα, γύρεψε να γένη χριστιανός και έγεινε. Οχτώμβρης 27 , μέρα Κυριακή. Έγεινε μεγάλη δοξολογία για την ανάβαση στο θρόνο του Γεωργίου Α' βασιλέως των Ελλήνων. 1864, πρώτη Γενναριού . Επάγωσε η λίμνη κι οι άνθρωποι περπατούσαν στον πάγο της ως το νησί. Πρώτη Μαϊού . Ένα Οβραιόπουλο έγεινε Ρωμιός και το έβγαλαν στ' όνομα Γιώργη.

Επάγωσε η καρδιά του Κ' ένα κελάδημα γλυκό, πλασμένο μ' όλα τ' άνθη, Που τρέφ' ο κήπος της ζωής, του φύτρωσετα χείλη. » Για ιδές καιρό που εδιάλεξεν ο Χάρος να με πάρη »Τώρα πανθίζουν τα κλαριά που βγαίν' η γη χορτάρι. » Λες κ' ήθελε πριν αναιβήτου Πλάστη του τον κόρφο, Τη ραγισμένη του καρδιά να σχίση για να φύγουν Της νειότης του ταρώματα, που δε χωρούντο μνήμα.

Άφησέ με! απήντησεν ο κυρ-Μανωλάκης. — Μήπως επιάσθηκες πάλιν για τα κεριά; — Παρατήθηκα! Η απάντησις αύτη επάγωσε την κυρά-Μανωλάκαινα, ήτις απέμεινεν ως χρυσούν άγαλμα σιωπηλή και ακίνητος. Ο κυρ Μανωλάκης το εφύσα και δεν εκρύονε, κατά το δη λεγόμενον.

Είδεν εαυτήν μόνην και εγκαταλελειμμένην εν μέσω του σκότους της νυκτός, και τρόμος επάγωσε την καρδίαν της· ενθυμήθη πόθεν και πώς ευρέθη εκεί, ανελογίσθη την φοβεράν της τύχην, ανέπλασεν εν φρίκη το απαίσιον μέλλον της, και αναίσθητος προς τα κύκλω θέλγητρα της θερινής νυκτός, απαθής προς την περιβάλλουσαν αυτήν μαγείαν της φύσεως, ανελύθη εις δάκρυα και έκλαυσε πικρώς.

Εφάνηκε να τρεμουλιάζη από την κορφή ως τα νύχια. Δισταγμός κάποιος εμπήκε στην ψυχή του· κρύος φόβος επάγωσε τον νου του κ' εσταμάτησε. Εδοκίμασε πάλι να κινηθή, εταλαντεύθηκεν, έκαμε δυο κλωθογυρίσματα στον τόπο του κ' εστάθηκε πάλιν ακίνητος, σμίγοντας τη θάλασσα με τον ουρανό πύργος γυάλινος. — Δεν κάναμε τίποτα· είπε πικραμένος ο καπετάνιος στον ναύκληρο. — Τίποτα· το βλέπω κ' εγώ.