Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Ο ιατρός την παρετήρει με βλέμμα πλήρες συμπαθείας. — Άνδρας σου είναι; ηρώτησεν. — Όγεσκε, απεκρίθη η γραία. Αλλ' η άρνησίς της δεν εξέφραζεν ούτε την δυσαρέσκειαν ούτε την ανυπομονησίαν, μετά της οποίας προ ολίγου απεκρίθη εις του επάρχου την ερώτησιν. — Αδελφός σου,; επανέλαβεν ερωτών ο ιατρός. — Όγεσκε. — Λοιπόν αγαπητικός σου;

Δεν θα σε αφήσω, είπε τολμηρώς ο Μάχτος, τύψας το έδαφος διά του ποδός. — Ακόμη εδώ είσαι; έγρυξεν ο Γύφτος. Άμε χάσου γρήγορα. Κρου!..... Η Αϊμά είχε ρίψει βλέμμα επί του Μάχτου, και μεθ' όλον το ψηλαφητόν σκότος, οι τέσσαρες ούτοι οφθαλμοί έλαμπον αρκούντως, ώστε να συνεννοώνται. Το βλέμμα εκείνο ήτο ικευτικόν και εξέφραζεν υπερτάτην οδύνην και απόγνωσιν.

Η Αϊμά εσίγησεν. Αλλ' όμως το βλέμμα αυτής εξέφραζεν απορίαν. — Και δύναμαι ν' αποδείξω τούτο. Ζήτησόν μου τι επιθυμείς, και θα ίδης αν είμαι πρόθυμος να σοι το παραχωρήσω. Η Αϊμά δεν ετόλμα να λαλήση. Ο φιλόσοφος έβλεπε τον δισταγμόν της διά μέσου των βλεφαρίδων της, αίτινες εσκέπαζον τους τεταπεινωμένους αυτής οφθαλμούς. — Είνε αδύνατον να μη επιθυμής τι, επανέλαβεν ο Πλήθων.

Ότε, άνευ προοιμίων, είπεν ότι εύρε τον γαμβρόν διά την αδελφήν της ερωμένης του, αντί του να εκφράση η ακούουσα την ευχαρίστησιν ή τουλάχιστον την περιέργειάν της, εξηκολούθησε το ράψιμον μετά προσποιητής αδιαφορίας, και μόνον έν Α! εξήλθε των χειλέων της, εν Α! μεταξύ ερωτήματος και επιφωνήματος. Αλλ' είτε απορίαν εξέφραζεν είτε ειρωνείαν, το Α! εκείνο επάγωσε τον Λιάκον.

Ήτο ανήρ κλίνων ήδη προς το γήρας, αλλ' εύρωστος και του οποίου το ζωηρόν πρόσωπον, καίτοι ολίγον μικρόν, ήτο μάλλον σιμόν. Την στιγμήν εκείνην η όψις του εξέφραζεν έκπληξη και κάποιαν ανησυχίαν διά την ασυνήθη παρουσίαν του φίλου του συντρόφου και του εμπίστου του Νέρωνος.

Ο Καίσαρ με τον σμάραγδον εις το ύψος του οφθαλμού του παρετήρει μετά προσοχής. Το πρόσωπον του Πετρωνίου εξέφραζεν αηδίαν και περιφρόνησιν. Ο Χίλων, λιπόθυμος, είχεν ήδη αποκομισθή εκείθεν, αλλά το υπόγειον εξήμει πάντοτε νέα θύματα εις την κονίστραν. Ιστάμενος όρθιος εις την τελευταίαν σειράν του αμφιθεάτρου, ο απόστολος Πέτρος εθεώρει τους αγωνιώντας.

Φαίνεται δε ότι εύρε πολύ το διαφέρον εις την ανάγνωσιν ταύτην, διότι καθ' όσον προυχώρει, το πρόσωπόν του, ερυθρόφαιον υπό την φλόγα της δαδός, εψυχούτο και εξέφραζεν από στιγμής εις στιγμήν παντοία συναισθήματα, από της ελαφράς περιεργείας μέχρι του βαθυτάτου διαφέροντος, και από της καρτερικής προσδοκίας, μέχρι της ελπίδος και του φόβου, του οίκτου και του ενθουσιασμού.

Άμα ιδούσα η Εφταλουτρού την νέαν, δεν παρετήρησεν ούτε το δέμα περί το μέτωπόν της, ούτε την οδύνην ην εξέφραζεν η μορφή της. Έν μόνον είδε. Το κάνιστρον με τα ενδύματα. Τότε δεν έχασε καιρόν, αλλ' έβαλεν ισχυράν κραυγήν, οποίαν μόνον νέα γυνή φωνασκός ηδύνατο να βάλη. — Έλα εδώ! έκραξεν αγρίως η Εφταλουτρού προς την εκείθεν της αιμασιάς γυναίκα, ήτις εμέμφετο αυτήν επί κλοπή.

Ποιος; Ποιος την έρριξεν; έκραξεν ο Μάχτος περιβλέπων απειλητικώς. — Κανένα παιδί του δρόμου, είπεν ο ξένος, την έρριξε κ' έφυγε. — Α, αδελφή μου, είπεν ο Μάχτος, και υπό τον οίκτον ον εξέφραζεν η λέξις αύτη διέλαμπεν είδος τι χαράς. — Είνε αδελφή σου; είπεν ο ξένος. Αδελφή μου, απήντησεν ο Μάχτος. Σηκώσου, Αϊμά, να πάμε στο σπίτι. Σου πονεί πολύ;

Τα δάκρυα είχον ξηρανθή επί της μορφής αυτού, και τα ίχνη αυτών εφαίνοντο επί των παρειών μεμιγμένα μετά της ασβόλης, ήτις συνήθως έχραινε το πρόσωπον αυτού. Η δε Γύφτισσα ουδέν ενόει εκ της αγανακτήσεως, ην εξέφραζεν η στάσις αύτη. Τον εθεώρει μετ' εκπλήξεως και δεν εύρισκε λέξιν να είπη. Ο Μάχτος εξήλθεν εκ της καλύβης, καταλιπών αυτήν άναυδον. Αι δύο πληγαί.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν