United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ αγαθή τύχη με όλον που εβυθίσθην εις το βάθος, όταν η θάλασσα με ανέρριψεν, επιάσθην από ένα ξύλον, που κατά τύχην εύρον από τα συντρίμματα του καραβιού, και βαστώντας καλά το ξύλον, πότε με τα χέρια, και πότε με τα ποδάρια βοηθούμενος ωσάν με κουπιά, ομοίως και το κύμα όντας σφοδρόν από τον άνεμον, κατήντησα τέλος πάντων εις τα περιγιάλια ενός νησιού προς τα τέλη της ημέρας, και εκεί το κύμα με έρριξεν έξω με το ξύλον σχεδόν ημιθανή από την κακοπάθειαν της θαλάσσης.

Αυτά 'πε και η χρυσόθρονη Ηώτον κόσμο εφάνη• κ' ήλθεαυτούς ο μαχητής Μενέλαος 'που 'χε αφήσει την κλίνην, οπού επλάγιαζε και η λαμπροκόμη Ελένη. τον είδ' ο περιπόθητος υιός του Οδυσσέα• με βία τον ολόλαμπρον χιτώνα ευθύς ενδύθη, 60 το μέγα φόρεμ' έρριξεν εις τους ανδρείους ώμους ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, ο ήρωας Τηλέμαχος, κ' εβγήκε, κ' είπ' εκείνου• «Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, είν' ώρατην γλυκειά μου πατρίδα να με στείλης• 65 ότ' ήδη ολόψυχα ποθώ να ιδώ τα γονικά μου».

Όλα τα καράβια που εταξείδευαν προς εκείνα τα μέρη, απέφευγον εκείνα τα κινδυνώδη νησιά, αλλ' ημείς εβιάσθημεν από τον άνεμον και η κακή μας τύχη μας έρριξεν εκεί χωρίς να καταλάβωμεν τον κίνδυνον πρωτύτερα· πλην ύστερον εξ ανάγκης έπρεπε να τον υποφέρωμεν.

Ποιος; Ποιος την έρριξεν; έκραξεν ο Μάχτος περιβλέπων απειλητικώς. — Κανένα παιδί του δρόμου, είπεν ο ξένος, την έρριξε κ' έφυγε. — Α, αδελφή μου, είπεν ο Μάχτος, και υπό τον οίκτον ον εξέφραζεν η λέξις αύτη διέλαμπεν είδος τι χαράς. — Είνε αδελφή σου; είπεν ο ξένος. Αδελφή μου, απήντησεν ο Μάχτος. Σηκώσου, Αϊμά, να πάμε στο σπίτι. Σου πονεί πολύ;

Η μάγισσα αφού και αφηκράσθηκε την Δειλνοβάτζην, της είπεν· όχι, όχι, δεν είνε χρεία να εξηγηθής την επιθυμίαν σου, η οποία πολλά μου είνε γνωστή· και έτσι λέγοντας επήγε και επήρε δύο γαράφες, και τες έφερεν έξω από το σπήλαιον, και αποθέτοντάς τες εις την γην, έρριξεν εις κάθε μίαν από αυτές ένα δακτυλίδι χρυσόν, και τον ίδιον καιρόν άνοιξε το βιβλίον της, και άρχισε να κάνη εξορκισμούς φοβερούς, και να μουρμουρίζη διάφορα λόγια μαγικά, που έκαναν φόβον και τρόμον.

Ω ταλαίπωρε Αμπουλβάρη, έλεγα, εις τι κακά η τύχη σου σε ρίχνει! τι είνε το φταίξιμόν σου, που σε παιδεύει με τούτον τον τρόπον, μα διατί να κλαίωμαι εις μίαν δυστυχίαν, που ο ίδιος την εσυναπάντησα; δεν έπρεπεν εγώ να πιστεύσω εκείνον τον παράνομον ειδωλολάτρην, που με επλάνεσε με τα γλυκά του λόγια και ταξίματα, και με τα μεγάλα του χάδια που έπρεπε να φοβούμαι· και αν ήθελα έχει ολίγην διάκρισιν ή λογικόν, δεν ήθελα δοθή με τόσην ευκολίαν εις την θέλησίν μου· ω ανωφελής μετανόησις· τι μου αχρήζει εις αυτήν την κατάστασιν να αποδίδω το αίτιον εις τον εαυτόν μου; ετούτο, απ' ό,τι καταλαμβάνω ήτον γραμμένον να μου συμβή, και εξ ανάγκης έπρεπε να πέσω εις τούτην την άβυσσον· και η ίδια δύναμις που με έρριξεν εδώ, ημπορεί και να με ελευθερώση.

Είδα πολλά τελώνια που είχαν μορφήν θηριώδη, και επολεμούσαν εις τον αέρα· τα φωνάγματα που έκαναν, και ο τρόπος που επολεμούσαν, με έκαναν διά κάποιον διάστημα να παύσω από το να λέγω την προσευχήν μου· και ο Αφρικός ευρίσκοντας τον καιρόν αρμόδιον που δεν επροσευχόμουν, με έρριξεν εις μίαν θάλασσαν, που επάνωθέν της είμεθα, και υπήγε να ανταμωθή με τα άλλα δαιμόνια διά να πολεμήση.

Είδες τονε, είδες τονε; — Είδα τονε. — Κ' ίντα φορούσε; — Άσπρη βράκα, άσπρη βράκα. — Κι' ακόμα δεν την έβαψε;!... Ο Πέτρος Σαντορινιός ο θερμαστής, περνώντας καταϊδρωμένος από τη μηχανή στην πλώρη, έρριξεν αδιάφορα τάχα τα λόγια του σε μερικούς ναύτες που έρραφταν καθισμένοι κατάχαμα ένα πανί.

Εγνωρίσαμεν με άκρον πόνον ετούτην την δυστυχισμένην αλήθειαν επειδή και εστάθη τρία μερόνυκτα πάντα τρώγοντας χωρίς να λάβη παραμικρόν ύπνον, το οποίον μας έρριξεν εις την υστερινήν απελπισίαν διά την κακήν μας κατάστασιν. Και ο καραβοκύρης δεν ήλπιζε ποτέ με τούτο το συμβάν διά να ιδή ποτέ την χώραν Γολκόνδα· οπόταν αιφνιδίως μας εφάνη να ιδούμεν τον αέρα να σκοτεινιάση επάνωθέν μας.

Αυτά 'πε και μ' ένα ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη, και το κορμί του ζάρωσε το λυγιστόν, ωραίο• 430 την ξανθήν κόμην έρριξεν ολόβολα τα μέλη με δέρμα του εσκέπασεν ανθρώπου γηραλέου• τους οφθαλμούς του θάμπωσε 'που τόσο αστράφταν πρώτα, και άλλο αποφόρι του 'βαλε παμπάλαιο, και χιτώνα, κουρελιασμένα, λιγδερά, και μαυροκαπνισμένα, 435 κ' επάνω δέρμα ελάφινο μακρύ και μαδημένο• και του 'δωκ' ένα ρόπαλο κ' ένα δισάκκι αχρείο, ολότρυπο, κ' είχε σχοινί χοντρό να το κρεμάη.