United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έφτασε σιγά-σιγά κάτω στο γιαλό και πέρασε την ξύλινη σκάλα. Η «Μαχώ» η βάρκα του τον περίμενε, γλυκοσαλεύοντας παραπονεμένη απάνω στα νερά. Σαν πέσανε τα μάτια του απάνω της τούρθανε τα κλάματα. Στάθηκε και κούνησε το κεφάλι του, το γέρικο κεφάλι με τάσπρα μακρυά μαλλιά, το κούνησε λυπητερά και κατάπιε μέσα του τα δάκρυά του. Έλυσε το σχοινί και πήδησε μέσα, όπως έκανε πάντα.

Αυτά 'πε κείνος και άπτεροςαυτήν ειπώθη ο λόγος· κ' έκλεισε τα θυρόφυλλα των υψηλών μεγάρων. κ' εξ' ο Φιλοίτιος πήδησεν ήσυχ' από τα δώμα, και της καλόφρακτης αυλής έκλεισ' ευθύς την θύρα. ήταντην αίθουσα σχοινί βύβλινο από καράβι, 390 το πήρεν, έδεσε μ' αυτό την θύρα κ' επανήλθε, και οπ' ήταν πρώτα εκάθισε, και προς τον Οδυσσέα τους οφθαλμούς προσήλωσε· και αυτός ήδη το τόξο γυρίζ' ολούθ' ολόγυρα, να ιδή μήπως σαράκι, ο κύριος ενώ 'λειπε, το κέρατ' είχε φθείρει· 395 και κάποιος τότε ωμίλησε κυττώντας τον πλησίον· «Του τόξου αυτός θεωρητής κάπως πανούργος είναι· ή τόξ' έχειτο σπίτι του παρόμοια φυλαγμένα ή όμοια θα ποιήση αυτός, τόσο πολύτα χέρια το στρέφει ο πολυπλάνητος κακούργος ψωμοζήτης». 400

Ο λοστρόμος έσκυψε το κεφάλι και τράβηξε στην πλώρη, γλυστρώντας απάνω στα νερά, που βρέχανε την κουβέρτα, από σχοινί σε σχοινί, να βασταχτή από το μπότζι. Τσιμουδιά δεν είπε. Μουρμούρισε μονάχα από μέσα του, σαλτάροντας χωρίς να το θέλη: — Τη δουλειά μου;... τη δουλειά μου. Όλη τη νύχτα το βάστηξαν έτσι, με τις κάτω γάπιες, παλεύοντας με το κύμα και το σκοτάδι.

Κ' η Χλόη, όταν είδε το τι έγινε, φτάνει τρέχοντας στο λάκκο· κι' άμα είδε πως ζη, φωνάζει βοήθεια κάποιο γελαδάρη από τα κοντινά χτήματα. Σαν ήλθε αυτός, εζήταε σχοινί μακρί για να το ρίξη του Δάφνη και να τον βγάλη από το λάκκο τραβώντας τον.

εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 170 «Εγώ με τον Τηλέμαχον τους θαυμαστούς μνηστήραιςτο δώμα θα κρατήσουμεν, όσην ορμή και αν δείξουν. σεις τώρ' εκείνον ρίξετετον θάλαμο με χέρια και πόδι' οπισθογύριστα, και δέσετε την θύρα, αφού, περνώντας του σχοινί, 'ς την κορυφή του στύλου 175 τον ανεβάσετε υψηλά τα πατερά να εγγίξη, ώστε να ζη πολληώρα εκεί μ' οδύναις του θανάτου».

Ο μπάρμπ’-Αναγνώστης ο Παρθένης, όστις είχε φθάσει αρτίως κ' εκάθητο επί της πεζούλας, έξωθεν του ναΐσκου της Παναγίας, περιμένων να έλθη ο παππα-Μπεφάνης, διά να διαβάσουν τον εσπερινόνήτο δε τότε η ημέρα του αγίου Στεφάνου, τρίτη από των Χριστουγέννωνεπρότεινε γνώμην ότι έπρεπε να πάρουν λεπτόν αλλά γερόν σχοινί, να κάμουν θηλειάν, τεχνικά, εις την άκρην και να το ρίψουν κάτω, διά να τραβήξουν τας δύο αίγας.

ΓΟΝΕΡ. Παρακαλώ, ησύχασε. — Οσβάλδε, αι, Οσβάλδε! — Εσύ, τρελλέ ή πονηρέ, καλλίτερα να φύγης να εύρης τον αυθέντην σου! ΓΕΛΩΤ. Παππού, παππού Ληρ, στάσου μη τρέχης να έλθη μαζί σου και ο τρελλός σου. Μια αλεπού αν τσακωθή ή τέτοια θυγατέρα πρέπει ευθύς να κρεμασθή Το δε σχοινί ν’ αγορασθή κι' η κάπα μου ας πωληθή. Μ' αυτά τα λόγια ο τρελλός σας λέγει καλή 'σπέρα. ΓΟΝΕΡ. Ωραία το εσκέφθηκε!

Πρώτος; Πρώτος· τι μ' έμελλε; Μου έφτανε πως ανέβαινα ψηλά στη σταύρωση, με το μεγάλο δάχτυλο γατζωμένος στο σχοινί κ' έβλεπα κάτω χάος τη θάλασσα να σχίζεται και να πισωδρομεί υποταχτική μου. Εμέθαγα συγκρίνοντας μαζί μου το πουλί που στο άγνωστον ουρανοδρομεί γεμάτο περηφάνεια και θρίαμβον. Εθάμπωνα με την έξαρσί μου. Τον άλλον κόσμο, τους στεριανούς με θλίψι τους έβλεπα.

Από το αμπάρι άξαφνα πρόβαλε ένα κεφάλι με γουρλωμένα μάτια. Πετάχτηκε στην κουβέρτα, έκανε δυο σάλτους επιδέξια κι' από σχοινί σε σχοινί, έφθασε στην πρύμη. Ήταν ο Γερο-Φλώκος, ο Αμίλητος.

Όταν μετά μακράν διδαχήν περί της θέσεως των ατόμων απέναντι της δημοσίου δικαιοσύνης, τη υπεσχέθην ότι θα κινήσω πάντα λίθον προς εύρεσιν και τιμωρίαν του κακούργου: — Ναι! είπε, μετά τινος αγρίας εντρυφήσεως. Να τον ιδώ κρεμασμένο, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερ' ας πεθάνω!