United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνη τη στιγμή, που ο Κοράκης είχε ριγμένα τα ποδάρια ψηλά στη σέλλα, και παραπονιώνταν μέσα του, γιατί να μη του έχη χαρίσει κι' αυτουνού ο Θεός λόγο, για να καλωσορίση τον αφέντη του ανθρωπινά, ο γάτος του σπιτιού, ο Λειάρος, πήδησε πίσω από τη στέγη κι' έγεινε καπνός!

Η τύχη όμως έκαμε το θαύμα της. Μια μέρα, παρατρέχοντας με άλλους συντρόφους να πιάση κάποιο τρυποκάρυδο, έφτασε στης Ελπίδας τον κήπο. Έφτασε μόνος του, το τρυποκάρυδο τον έφερε, δεν ήταν σε θέση να μολογήση κι ο ίδιος. Οπωσδήποτε πήδησε τη φράχτη, μπήκε μέσα, χώθηκε στον καλαμιώνα που συνηθίζουν να χώνωνται τα τρυποκάρυδα. Την ίδια στιγμή είδε να βγαίνη με το πουλί στο χέρι η Ελπίδα.

Τ' άλογα τότε ο Άλκιμος κι' ο Αφτομέδος πιάνουν και ζέβουν, κι' όμορφα λουριά τους βάζουν, και στα δόντια τα χαλινάρια, κι' άπλωσαν τα γκέμια τους ως πίσω στο καλοκάρφωτο κουτί. Κατόπι ο Αφτομέδος 395 πήρε στα χέρια καμοτσί λαμπρό και τεριασμένο, και μες στ' αμάξι πήδησε. Και πίσω ο Αχιλέας ανέβηκεάμα οπλίστηκεστ' αμάξι, και σκορπούσε αχτίδες λες απ' το χαλκό σαν ήλιος φωτοδότης.

Κι' ο Σαρπηδός αστόχησε με το κοντάρι πάλι, τι η μύτη απάνου πέρασε απ' τα ζερβύ τον ώμο δίχως να βρει. Κατόπι ορμά με το χαλκό ο Πατρόκλης, που έτσι του κάκου τ' όπλο του δεν πήδησε απ' το χέρι, 480 Μον μπήκε εκεί που την καρδιά την κλιούν τα σπλάχνα γύρω.

Όλη την ημέρα η όμορφη βασιλοπούλα σεργιανούσε μέσα στο μεγάλο περιβόλι και μιλούσε με τα λουλούδια και τα πουλιά, γιατί ήξερε τη γλώσσα τους. Μια μέρα ένα βασιλόπουλο, που στο μακρυνό του βασίλειο είχε φθάσει η φήμη της όμορφης βασιλοπούλας, πήδησε κρυφά μέσα στο περιβόλι και αντάμωσε τη βασιλοπούλα, την ώρα που κολυμπούσε μαζή με τους λευκούς κύκνους, μέσα στα νερά της λίμνης.

Το σπρώχνουν αποδώ, αποκεί το πληγώνουν. Είνε ξένο στο χωριό· ξένο στη ζωή και στο ξεφάντωμα. Φεύγα! του φωνάζουν κ' οι πέτρες. — Όχι· δε φεύγω! βρυχήθηκε άξαφνα ο Χαγάνος. Έρριξε πέρα το μαρκούτσι και πήδησε ολόρθος· τον έπνιξε το δίκιο κ' η αδυναμία του. Άρχισε βιαστικά να δρασκελάη απ' άκρη σ' άκρη το δωμάτιο. Πάταε κ' έτριζε το πάτωμα, βούλιαζαν τα σανίδια. Τούρχεται σαν τρέλλα.

Κ' εξόν από την τιμή, που λάβαμε να δειπνήσομε μαζί τους, είναι κάτι, που δεν αξίζει το προσέξουμε περισσότερο. Δεν ενδιαφέρει με ποιους συντρώγει κανείς, αρκεί να τρώγει καλά! Μόλις ο Αγαθούλης μπήκε στο καράβι, πήδησε στο λαιμό του παλιού του υπηρέτη, του φίλου του Κακαμπό.

Ποιος; ερώτησε ο Αριστόδημος από τη θέση του. — Άνοιξε! — Τι θες; — Άνοιξε σ' λέω· επρόσταξε η φωνή λαχανιάζοντας. Η μάννα σου.. . η κυρά Πανώρια... — Πέθανε. — Πέθανε! Ο Αριστόδημος έμεινε ξυλιασμένος στο στρώμα του. Πέθανε! αλήθεια; Και γιατί; Άξαφνα πήδησε ορθός, έτρεξε μισόγυμνος στην πόρτα. Ένα χωριατόπουλο φάνηκε στο κατώφλι, βγάζοντας αχνούς από το στόμα του.

Έπειτα σιγά κι ανάλαφρα τραβήχτηκε στη σκάλα, την κατέβηκε στα τέσσερα κ' έκλεισε την ξώπορτα πίσω του. Στο χτύπο ξαφνίστηκε ο Αριστόδημος· γύρισε τα δακρυσμένα μάτια του και δεν είδε το χωριατόπουλο. Θυμήθηκε πως δεν το ρώτησε πού πέθανε η μάννα του. Μπορεί στο σπίτι της Ελπίδας· μα δεν ήταν και βέβαιος. Πήδησε, έτρεξε στην πόρτα, βρέθηκε στην αυλή. — Παιδί!.. παιδί! .. έβαλε τις φωνές.

Και τότες θαν τον έπαιρνε και θ' αποχτούσε δόξα αφάνταση, μον στη στιγμή τον είδε η Αφροδίτη και το βοϊδόλουρο τού σπάει· κι' η περικεφαλαία 375 έτσι άδια πάγαινε μαζί με τ' αντριωμένο χέρι. Τότες αφτή την τίναξε στριφογυρίζοντάς την προς τους δικούς του, όπου οι πιστοί την πήρανε συντρόφοι· κι' ατός του πίσω πήδησε με το χαλκένιο φράξο, ναν τον σκοτώσει αφρίζοντας.