Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Γιε μου, καλά έχουνε πη: «η τρέλλα δεν είναι αντρεία». Περίμενε λίγο! .. .» Όταν πήδησε ο Τριστάνος από το γκρεμό, ένας φτωχός άνθρωπος του λαού τον είδε να σηκώνεται και να φεύγη. Έτρεξε στο Τινταγκέλ και γλύστρησε ως το δωμάτιο της Ιζόλδης. — Βασίλισσα, πάψε πεια τα κλάμματα. Ο φίλος σου ξέφυγε. — Δόξα τω θεώ, είπε η Ιζόλδη.

Έτσι είπε η ανεμόποδη θεά και φέβγει πάλι. 210 Κι' εκείνος χάμου πήδησε με τ' άρματα απ' τ' αμάξι, και σιώντας τα διο κοφτερά κοντάρια πήγε ολούθες μες στο στρατό και φώναζε να πολεμάν να σφάζουν, και σήκωσε άγριο πόλεμο. Γύρισαν τότε οι Τρώες και στάθηκαν των Αχαιών καταντικρύ με θάρρος. 214

Μόνο σαν την είδε να κλαίη και να δέρνεται, πήδησε ένα κλαδί παρακάτω, έσκυψε πάνω απ' το κεφάλι της και της είπε: — Γιατί κλαις και δέρνεσαι, όμορφη χήρα; Αργεί ακόμα η αυγή. Σύρε στο σπίτι σου και στρώσε το νυφικό σου κρεββάτι, για να σε προφτάση ο αγαπημένος σου. Η όμορφη χήρα αναστέναξε και είπε: — Καλό πουλί, το νυφικό μου κρεββάτι τόχω στρωμένο εδώ πέρα. Θα τον περιμένω ως που να γυρίση...

Τα ράκη του ο πολύγνωμος τότ' έρριξε Οδυσσέας, καιτο κατώφλι πήδησε με τόξο και φαρέτρα γεμάτην· και όλα σώρευσε τα πτερωτά της βέλη εμπρός, αυτού, 'ς τα πόδια του, και των μνηστήρων είπε· «Τούτος ο αγώνας φοβερός είν' ήδη τελειωμένος· 5 σημάδι τώρ', οπού κανείς δεν έχει ρίξει ακόμη, θέλω κτυπήσ', ίσως το ευρώ και αν με δοξάση ο Φοίβος».

Έτσι είπε κι' απ' τη σάρκα του κι' αφαλωτή του ασπίδα όξω του Σώκου ξέσερνε το δυνατό κοντάρι, που, μόλις βγήκε, πήδησε το αίμας, και πονούσε. Κι' οι Τρώες οι λιοντόκαρδοι σαν τούδανε το αίμας, λόχος το λόχο κράζοντας του πέσανε όλοι απάνου, 460 μα εκείνος πίσω κώλωνε και χούγιαζε στους φίλους.

Γιατί όλα είχαν εννοήσει, καθένα με τον τρόπο του, όλα είχανε μιλήσει μεταξύ τους όπως και μεις οι μεγάλοι και ξέρανε πως η ζωή της μαμάς κιντύνευε και πως θα έκανε την εγχείριση για να μπορέση να ζήση χάρη τους. Ο Σβεν πήδησε στην αγκαλιά της μαμάς και στρυμώχτηκε στο στήθος της. Και μας έκαμε όλους να χαμογελάσουμε μέσα στα δάκρυα, όταν είπε: — Η μαμά δεν πρέπει ταφήση το μαϊμουδάκι.

Κοντά του πήδησε ένα κοριτσάκι δώδεκα, δεκατριών χρόνων μεστωμένο, σαρκωμένο, με κόκκινα μάγουλα, μ' όμορφη ίσια μύτη, με μεγάλα καστανά μάτια, με δυο πλεξίδες καστανές μισοτυλιγμένες σ' άσπρο μαντήλι, μ' ένα κοντό φορεματάκι σκούρο, μ' άσπρες κάλτσες και μαύρα χοντροκαμωμένα σκαρπίνια. Πέρασε μπροστά μας χωρίς να μας κοιτάξη, ψηλή κι ακατάδεχτη, περήφανη σα βασιλοπούλα, με πρόστυχη πόζα.

Εκεί το νέβρο ο Πάρης 375 πίσω τραβάει του δοξαριού και ρήχνει, κι' η σαΐτα έτσι άδικα απ' το χέρι του δεν πήδησε, μον βρήκε το χτένι του δεξιού ποδιού, και διάβηκε ως αντίκρυ στη γης και μπήκε. Γέλασε με την καρδιά του ο Πάρης, κι' οχ την ποδόχη πήδηξε και τούπε φαντασμένα «Σε κάρφωσα, άδικα η ρηξά δεν πήγε!

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν