Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Μπροστά στη στρατιωτική σκηνή την τεντωμένη στα ριζά μιας ραχούλας στάθηκαν οι τρεις ευζώνοι με τον λοχία. Ο άλλος λόχος πήρε τον κατήφορο προς τη χώρα με τους άντρας του πούχαν ρίξη όλοι πλάι πλάι από θαμπά τόσα τουφέκια στο σκοπό, με τους γκράδες τους οδοιπορικώς και με το τραγούδι τους: Θέλεις με μήλο βάρε με, θέλεις με πορτοκάλλι, θέλεις με τις πλεξίδες σου πάρε μου το κεφάλι.
Πιάστε την! πλεξίδες απ' τα μακρυά μαλλιά της να μείνουν κολλημένες στου Παρνασσού τους βράχους, εκεί, που το κορμί της θα πέση από ψηλά. ΚΡΕΟΥΣΑ Όχι! Μη με σκοτώσης. . . ω! όχι! σ' εξορκίζω στόνομα το δικό μου και στου θεού αυτό! ΙΩΝ Και τάχα ο Απόλλων με σε τι σχέσιν έχει; ΚΡΕΟΥΣΑ 'Σ εκείνον παραδίδω το σώμα μου ιερό. ΙΩΝ Κι' όμως τον άνθρωπό του ήθελες να σκοτώσης.
Όλα τα ξώρκια είπε, μα κανένα δεν επιτύχαινε. Τα ξωτικά που άλλοτε έτρεχαν συμμαζωχτά στα πόδια του, τόρα εγύριζαν κοντά και τον επεριγελούσαν, του ετραβούσαν τα γένεια κ' έπλεκαν πλεξίδες άλυτες τα μακριά του μαλλιά. Κ' εκείνος δεν ημπορούσε να καταλάβη τι έτρεχε, τάχα γιατί τα μάγια του έχασαν τόσο τη δύναμί τους. Έπεσε στη σκέψι και άρχισε ν' ανασκαλίζη με τον νου τα περασμένα.
Εν αντιθέσει προς ταύτα, δύο παχείαι μακρόταται πλεξίδες κομψώς εζευγμέναι διά κυανής ταινίας παρείχον εις τα νώτα της νεάνιδος τον μάλλον υπερήφανον κόσμον του γυναικείου σώματος, ενώ τας μικράς και επιμελώς γ α ν τ ω μ έ ν α ς χείρας της εβάρυνον διπλά και τριπλά βραχιόλια πολύτιμα, όπως ήτο πολύτιμος και η καρφοβελώνη η αστράπτουσα διά του στενού ανοίγματος του μακρού της επενδύτου.
Τρεις ώρες εστολίζονταν ακέριες κάθε μέρα, Μπρος σε διαμαντοστόλιστον κι’ ολόχρυσον καθρέπτη, Και ξένταε και χτένιζε μακρυά μαλλιά και μαύρα, Με διαλυστήρι ολόχρυσο και λεφαντένιο χτένι, και τάπλεγε μακρυά-μακρυά και τάφκιανε πλεξίδες, Σταυροδεμένες ώμορφα στη μέση στη χωρίστρα.
Ξήγα μου την υπόθεσίν σου, εξαναείπεν ο Κατής, όλος γεμάτος από σπλάγχνος, και σου ομνύω ότι θέλω κάμει κάθε δυνατόν και αδύνατον διά να σε ευχαριστήσω. Τότε η Ζιμπρούδα εξεμπουλώθη τελείως, και άρχισε να δείχνη τα μαλλιά της κεφαλής της που ήσαν ωραία ωσάν το χρυσάφι, και ξαπλωμένα εις πλεξίδες επάνω εις τες πλάτες της.
Αλλ' εγώ ησθανόμην την καρδίαν μου σειομένην υπό της φαιδράς πλημμύρας αρχαίων αναμνήσεων, και ότε ήνοιξε την θύραν η Ανδριάνα, η ορφανή της τροφού μου θυγάτηρ, η εύθυμος συμπαίκτρια των παιδικών μου χρόνων, η αφωσιωμένη της μητρός μου υπηρέτρια, ότε ήνοιξε την θύραν και ιδούσα ημάς απροσδοκήτως ενώπιον της, έκθαμβος και περιχαρής ήνοιγε τα χείλη να φωνάξη της ελεύσεώς μας την αγγελίαν, εγώ εχύθην και, πριν έτι προφθάση να κράξη, έκλεισα με την μιαν χείρα το στόμα της, με την άλλην δε έσυρα την λευκήν ουράν του χιακού κεφαλοδέσμου της, και ελύθησαν αι πλεξίδες της, και έμεινεν εις την χείρα μου η λευκή οθόνη.
— Όλοι, όλοι; είπε ο Δημητράκης σα να ρωτούσε τον εαυτό του μπορεί. Μα και σε κείνον έφταιξε η εποχή του. Όμως φάνηκε ανώτερος. Σα δεν την εύρισκε τη δόξα στη ζωή, πήγε και την αγκάλιασε στο θάνατο. Για ιδές τον πώς τη σέρνει πίσω από τ' άλογό του. Απ' τις πλεξίδες τη σέρνει, απ' τις πλεξίδες! Θα το ιδούμε τάχα στις μέρες μας κ' εμείς τέτοιο θέαμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν