Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Και είχαν συναχθή το πρωί εκείνο έξ-επτά κοράσια και γυναίκες, φίλαι της Μπέλλας και όλαι μαζή, σε μια βάρκα μέσα, εκίνησαν κατά το νησάκι. Εις το τιμόνι εκάθητο ο Αντωνέλλος, τα κουπιά δε σιγά-σιγά, με φωνές, γέλοια και τραγούδια ετραβούσαν αι γυναίκες αλληλοδιαδόχως.
Ίσως δεν ήθελον να διελάσωσι διά της αγοράς, όπως επεθύμει ο Λάμπρος, διά να μη εκτεθώσιν απέναντι των αντιθέτων. Μεγάλη δ' έγεινε σύγχυσις και ταραχή. Άλλοι ετραβούσαν απ' εδώ, άλλοι απ' εκεί. Οι μουσικοί και οι σημαιοφόροι τα έχασαν μη ειξεύροντες εις τίνας να υπακούσωσι.
Έβγαιναν, μάνα και κόρη, έξω στο επάνω το λιακωτό τους, το παλαιόν και ετοιμόρροπον, η γραία Κακαβάραινα κ' η κόρη της το Μελαγχρώ, μεσημέρι και βράδυ και μεσάνυχτα, κ' έλυναν τα κλώνια της μανδήλας τους, κ' εξεσκουφώνοντο, κ' ετραβούσαν τα μαλλιά τους, και κατηρώντο «να πέση ξεπατωμός» στην γειτονιά. Κ' έβγαζαν της καθεμιάς και το παραγκώμι της. Είχον πλούσιον ονοματολόγιον.
Και τούτοι τον ετραβούσαν προς το μέρος τους, επειδή ήτανε γέροι γεροί κ' είχανε χέρια δυνατά από το σκάψιμο· και ζητούσανε ν' απολογηθή πρώτα για τα όσα εγίνηκαν. Και με το να θέλουν κ' οι Μεθυμνιώτες τα ίδια, διορίζουν κριτή το Φιλητά το γελαδάρη, επειδή ήταν ο πιο γέρος από όσους βρίσκονταν εκεί κ' είχεν όνομα ανάμεσα στους χωριάτες για τη μεγάλη του δικαιοσύνη.
Κι όσο λοιπόν έκαναν αυτά στην ανοιχτή θάλασσα, εχανόταν η βοή, επειδή οι φωνές σκορπιζότανε σε απλωτό ορίζοντα· άμα όμως, προσπερνώντας ένα κάβο, μπήκανε σε κόρφο σαν μισοφέγγαρο και βαθουλό, ακουότανε δυνατώτερη η βοή κ' έφταναν ξάστερα στη στεριά τα τραγούδια, που με το χρόνο τους ετραβούσαν κουπί.
Ο Σαντουριέρης πάντα μπροστά, με τη λάμπα ψηλά στα χέρια. Ξοπίσω πάντα αφτή ορθόκορμη, βεργολύγερη, τσακίστρα πρώτης, του διαβόλου ναζού. Ωχ, βασίλισσα για μια νυχτιά, — ψυχή μου! — του μικρού του χωριού, που τόσο ακριβά θενά πωλούσε την ξέθωρη αλλού τη μπογιά της. Εκατέβηκαν τη σκάλα. Ετραβούσαν αργά, μη σκοντάψουν. Ανέβηκαν τον όχτο, να ροβολήσουν εκείθε.
Ο καλόγερος δεν είχε πολλή όρεξι, επήγε όμως για να μην κακοφανή της γυναίκας. Καλεσμένοι πολλοί, χωριανοί, χωριανές, γέροι, νέοι και παιδιά, έκαμαν ένα γλέντι τρικούβερτο. Τηγανίτες σωρός σε βρενιγάδια μέσα και σε σκουτέλες, εκοκκινοβολούσαν κ' ετραβούσαν την όρεξι τόσο, που σε λιγάκι σχεδόν άδειασαν η σκουτέλες και τα τσανάκια.
Όλα τα ξώρκια είπε, μα κανένα δεν επιτύχαινε. Τα ξωτικά που άλλοτε έτρεχαν συμμαζωχτά στα πόδια του, τόρα εγύριζαν κοντά και τον επεριγελούσαν, του ετραβούσαν τα γένεια κ' έπλεκαν πλεξίδες άλυτες τα μακριά του μαλλιά. Κ' εκείνος δεν ημπορούσε να καταλάβη τι έτρεχε, τάχα γιατί τα μάγια του έχασαν τόσο τη δύναμί τους. Έπεσε στη σκέψι και άρχισε ν' ανασκαλίζη με τον νου τα περασμένα.
— Αλλά το καθήκον είνε συνθήκη μεταξύ Θεού και Ανθρώπου. Κώδηξ, αρχόμενος από το Ζενίθ, και τελειώνων εις το Ναδίρ. Λέγει πάλιν το Φάσμα: — Ιδού ο Κώδηξ σου. Και είδον, ω Διδάσκαλε, ανθρώπους, κρατούντας βιβλίον από κ α ο υ τ σ ο ύ κ. Και οι μεν ετραβούσαν αυτό, και το έκαμνον όσον ήθελον μεγάλον· οι δε επίεζον, και το έκαμνον όσον ήθελον μικρόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν