United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο βασιλεύς δεν μου παρεχώρησε την ζήτησιν χωρίς να του κακοφανή, τόσον ήτον ευχαριστημένος από την καλήν μου κυβέρνησιν· μα με όλον τούτο δεν μου εναντιώθη· με συμφωνίαν όμως που να μην ξεμακρύνω από την αυλήν του. Εγώ τον επήκουσα, και έμεινα εις την αυλήν του εις έναν οντά ξεχωριστόν, και εσπούδαζα.

Ο καλόγερος δεν είχε πολλή όρεξι, επήγε όμως για να μην κακοφανή της γυναίκας. Καλεσμένοι πολλοί, χωριανοί, χωριανές, γέροι, νέοι και παιδιά, έκαμαν ένα γλέντι τρικούβερτο. Τηγανίτες σωρός σε βρενιγάδια μέσα και σε σκουτέλες, εκοκκινοβολούσαν κ' ετραβούσαν την όρεξι τόσο, που σε λιγάκι σχεδόν άδειασαν η σκουτέλες και τα τσανάκια.

Ο Αμπτούλ εφάνη περίλυπος διά την ζήτησιν του Καλίφη. Μου κακοφαίνεται, Αφέντη μου, του είπεν, που έχεις τέτοιαν περιέργειαν, την οποίαν δεν ημπορώ να σου την πληρώσω χωρίς να μη σου ήθελε κακοφανή. Δεν βλάπτει, έκραξεν ο Καλίφης, είμαι ευχαριστημένος διά να υποφέρω ότι με ήθελες προστάξει χωρίς εναντίωσιν, και σου τάσσω πως δεν θέλεις το μετανοήσει, που μου τον έδειξες.

Ακούς είντα σου λέω; Ο Μανώλης κατένευσε δυσθύμως, ενώ δε ο Θωμάς επταρνίζετο, αντήλλαξε βλέμμα απελπισίας με την Πηγήν. Έπειτα, ως αποσβολωμένος, διηυθύνθη με βήμα διστακτικόν προς την θύραν, οπού, ως τελευταίαν απώθησιν, εδέχθη κατά νώτα μίαν ακόμη πικράν φράσιν του γέροντος: — Κι' ο κύρης σου, άνε μάθη πως παραθεσμάς τη δουλειά σου, πολύ θα του κακοφανή.

Μην το κάμης και κριματισθώ! Και παρεμβάς ο Κιαμήλης και φιλήσας την άκραν του φορέματός μου: — Μη σας κακοφανή, είπε, γιατί δεν ήλθαμε να σας πάρουμε προτήτερα. Το μάθαμε πως είσθ' εδώ, και δύο μέραις τώρα γυρνούμε να σας εύρουμε. Όλα τα χάνια κατά σειράν επήραμεν. Όλη την πόλιν εκοσκινίσαμε. Μα εμείς, απλοί άνθρωποι, είμασθε σαν τα βώδια.

Εσύ, — και να μη σου κακοφανήαπό την ώραν οπού έδειξες απείθειαν εις τον πατέρα σου και δεν ηθέλησες ν' ακούσης την συμβουλήν του, και έπραξες πράγμα χωρίς την ευλογίαν του, έχασες της θείας χάριτος τα δυνατά όπλα, και ευρέθης έξαφνα γυμνός και άοπλος απέναντι της μισανθρωπίας του πονηρού. Δι' αυτό δεν ημπόρεσες να αποφύγης τα βέλη του. Όμως ας έχη δόξαν ο Πολιεύσπλαγχνος και Πανάγαθος Θεός!

Ακριβή μου μητέρα, είπεν ο Κουλούφ, σε παρακαλώ να αφήσης ετούτος ο σκλάβος να έλθη μαζί μας· επειδή και είναι ένας πολλά επιτήδειος νέος, ο οποίος τραγουδεί πολλά εύμορφα, κάνει στίχους αιφνιδίως, και άλλα πολλά νόστιμα πράγματα, και της Κυράς σου δεν θέλει της κακοφανή ωσάν τον ιδεί. Η γερόντισσα δεν ωμίλησεν άλλο, παρά τους επήρε, και τους έφερεν εις το παλάτι της Κυράς.

Οι ώρες σου είναι μετρημένες· ο σκοπός σου είναι να διής πολλά νησιά, να τα πάρης ένα ένα· θα είταν καλό, θα είταν ωραίο να τάβλεπες όλα. Αδύνατο! Βαπόρι δεν έχει. Κι ας μην έχη! Τι πειράζει; Να μη σου κακοφανή, να μην πικραθής, να μη σου κάψη ο πόνος την καρδιά.

Μα για τα πράματα αυτά, που είταν ακόμα μέσα μου πολύ συγχυσμένα κι άμορφα, δε μιλούσα ποτέ μ' ευχαρίστηση και τώρα τα λόγια της γυναίκας μου ήρθανε τόσο ξαφνικά και μου φάνηκε σα να με ταπεινώνανε. — Πώς μπορούσε να μου κακοφανή, αποκρίθηκα μόνο. — Ω πόσο χαίρουμαι, αντήχησε πάλι η φωνή της. Το πρόσωπό της μόλις το ξεχώριζα.

Έμεινα εκστατικός διά την ωραιότητά της. Αυτή το εκατάλαβε και εχαμογέλασεν, έπειτα μου λέγει πλησίασε ω νέε· όποια άλλη και αν ήτον έξω από εμένα, ήθελε της κακοφανή διά τα όσα ωμίλησες εις την στράταν· μα γνωρίζοντας πως είσαι ξένος σε συμπαθώ· σου λέγω όμως ότι οι αστέρες με βιάζουν διά να σε αγαπήσω· αν φανής άξιος εις τους στοχασμούς μου διά μέσον μιας ακάκου ανταποκρίσεως, θέλω σε αφήσει να ημπορέσης να απολαύσης τες χάρες μου και την αγάπην μου, που έως τώρα εις κανένα δεν την έταξα.