United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όθεν ήτο ανάγκη να χαμηλώσουν την γέφυραν και ν' ανοίξουν τας πύλας του φρουρίου. Η Σεραϊνώ ήνοιξε την θύραν εις το πρώτον κρούσμα, εστάθη σταθερά, υπομειδιώσα και τους ευχήθη: — Στερεωμένοι! καλορρίζικοι! με γυιους, Κουμπή... — Πώς ξέρεις; — Ήρθ' ένα πουλάκι και μούπε. Εστράφη προς την Λελούδαν. — Να πάρω το κλειδί του σπητιού σου, να πάω να κοιμηθώ απόψε; Η Λελούδα κατένευσε δακρύουσα.

Τίποτε, απήντησεν αδημονούσα η Αϊμά. — Πώς τίποτε, ενώ ωμιλούσατε τόσαις ώραις μαζή; — Ελέγαμεν το ένα, το άλλο, είπεν η Αϊμά, διά να περάση η ώρα. — Είσαι φιλαλήθης; είπεν αποτόμως η ηγουμένη. Η Αϊμά κατένευσε. — Λοιπόν είνε αδύνατον να με απατήσης. Δεν ειμπορούσε η Σιξτίνα να παραβή απλώς και ως έτυχε τους κανόνας, και να μείνη τόσας ώρας μαζή σου.

Ακούς είντα σου λέω; Ο Μανώλης κατένευσε δυσθύμως, ενώ δε ο Θωμάς επταρνίζετο, αντήλλαξε βλέμμα απελπισίας με την Πηγήν. Έπειτα, ως αποσβολωμένος, διηυθύνθη με βήμα διστακτικόν προς την θύραν, οπού, ως τελευταίαν απώθησιν, εδέχθη κατά νώτα μίαν ακόμη πικράν φράσιν του γέροντος: — Κι' ο κύρης σου, άνε μάθη πως παραθεσμάς τη δουλειά σου, πολύ θα του κακοφανή.

Κιμίκρ; Ερωτά πάλιν ο μογιλάλος, ως να τω λέγη: — Εις την Σκόπελον; Είχεν εννοήσει ο πονηρός υπηρέτης όλα. Ο κυρ-Δημάκης κατένευσε. Πλην ο πτωχός μογιλάλος εσκυθρώπασεν αίφνης. Εσυλλογίσθη τα φαιδρά Χριστούγεννα, την εορτήν, την ανάπαυσιν, την εστίασιν, την βρώσιν, την πόσιν.