Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Μάννα με τους εννιά σου γυιους και με τη μια σου κόρη, Την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη· Την είχες δώδεκα χρονών κ' ήλιος δεν σου την είδε· Στα σκοτεινά την έλουζες, στάφεγγα την επλέκες, Στ' άστρη και στον αυγερινό τσ' έφκιανες τα σγουρά της. Οπού σου φέραν προξενιάν από τη Βαβυλώνη, Να την παντρέψης στα μακριά, πολύ μακριά στα ξένα. Οχτώ αδερφοί δε θέλουνε, κι ο Κωσταντίνος θέλει.
Όμως ακόμα πιο πολύ τον αγαπούσ' εκείνη· έτσι, κι όταν επήγαινε στην κλίνη της μ' αγάπη, εμπιστευόταν θαρρετά το θρόνο του στους γυιούς του.
Όθεν ήτο ανάγκη να χαμηλώσουν την γέφυραν και ν' ανοίξουν τας πύλας του φρουρίου. Η Σεραϊνώ ήνοιξε την θύραν εις το πρώτον κρούσμα, εστάθη σταθερά, υπομειδιώσα και τους ευχήθη: — Στερεωμένοι! καλορρίζικοι! με γυιους, Κουμπή... — Πώς ξέρεις; — Ήρθ' ένα πουλάκι και μούπε. Εστράφη προς την Λελούδαν. — Να πάρω το κλειδί του σπητιού σου, να πάω να κοιμηθώ απόψε; Η Λελούδα κατένευσε δακρύουσα.
Κάτω στο Κιόσι, στον αρχοντομαχαλάν, κοντά εις τον ναόν του Χριστού, η Σεραϊνώ, οπού ηγρύπνει εις το σπήτι του Κουμπή, ήκουσε τους κανονοβολισμούς, και μόνη αυτή τους εξήγησεν εις την αληθή σημασίαν των. — Στερεωμένοι, καλορρίζικοι, εψιθύρισε, σχεδόν άνευ πικρίας. Με γυιους, Κουμπή.
Ποιος της Λυκίας τους ήρωας, τον Κύκνο από το χρώμα και ποιος τους γυιούς του Πρίαμου θα γνώριζεν ωστόσο αν δεν υμνούσαν ποιηταί τους παλαιούς πολέμους; Ούτ' ο Οδυσσεύς που εγύριζε χαμένος δέκα χρόνια και στα στερνά και ζωντανός κατέβηκε στον Άδη κ' εξέφυγε κι απ' τη σπηληά του άγριου Κυκλομμάτη, μα κι ούτε κι ο χοιροβοσκός ο Εύμαιος, κι ο βουκόλος Φιλοίτιος, ούτε κι αυτός ο ηρωικός Λαέρτης θε νάχαν την πολύχρονη και την τρανή των δόξα αν δεν τους αποθέωναν του Ομήρου τα τραγούδια.
Και τ' είνε πιο καλλίτερο στον πλούσιο τον άντρα από τη δόξα την τρανή που οι Μούσες του χαρίζουν; Εκείν' η δόξα πάντοτε μένει στους γυιούς του Ατρείδη· ταμέτρητα τα λάφυρα που βρήκαν και που πήραν, όταν το πόδι επάτησαν στου Πρίαμου τα παλάτια, εκείνα τάκρυψεν η γη και δεν ξαναγυρίζουν.
— Όλο κεφαλάδες. Ακολούθως ο γαμβρός, λαβών τον μέγαν δίσκον, εκέρασεν ο ίδιος τους ιερείς, τον κουμπάρον και τους καλεσμένους, ενώ η νύμφη ισταμένη ορθή, μεταξύ της τέμπλας και της ανδραδέλφης της, εκαμάρωνε, κ' εχρειάζετο να της σείουν όπισθεν την κεφαλήν ηρέμα αι παράνυμφοι, στολισμέναι όλαι παριστάμενοι, διά να απαντήση διά κατανεύσεως εις τας αφθόνους ευχάς των καλεσμένων: «στερεωμένοι, καλορρίζικοι, με γυιούς», ενώ μόλις εκινούντο τα χείλη της χωρίς ν' ακούηται η φωνή της, λεγούσης «ευχαριστώ».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν