United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν εδυσκολεύθη διόλου η Φωτεινή εις όσα είχε να κάμνει καθ' ημέραν εις του παππού· από πολύ μικρά χαράν της εύρισκε να βοηθά την μητέρα της, όσον ημπορούσεν, ώστε τώρα ήξευρε να κάμνει πολλά πράγματα. Ο παππούς με απορίαν του έβλεπε πόσον προσεκτικά καμωμένη ήτο πάντοτε η σούπα του, πόσον καλός ο καφές του. Εκαμάρωνε και την καλύβαν του τακτικά πάντοτε και καθαρά συγυρισμένην.

Και μετά τινας ημέρας, αφού ητοιμάσθησαν τα πάντα, ετελέσθησαν οι τέσσαρες γάμοι εις τέσσαρας Κυριακάς εν σειρά, εορτάζοντος και χορεύοντος γάμους και χαράς όλου του χωρίου. Με πόσην αγαλλίασιν τότε η αγαθή μήτηρ, η πτωχή πλην φαιδρά Γερακούλα, εκαμάρωνε την τελευταίαν Κυριακήν εις τον τελευταίον γάμον!

Με το ένα μάτι έβλεπε την εύμορφη, γυναίκα του, 'ς τους ώμους του επάνω ακκουμβώσαν, και με το άλλο εκαμάρωνε την τυχηρή την σκούνα, την κατάμαυρη, με το άσπρο μπούρδο σκούνα του, που ήτον αραγμένη, ωσάν ζωγραφιά από κάτω από το μικρό σπιτάκι του, από την φωλίτσαν εκείνην την ζηλευτήν, φορτωμένη σιτάρι για την Ζάκυνθον.

Εις αυτήν αφίνω ακόμη μαζί με την ευχή μου και δέκα οκάδες μετάξι και άλλες τόσες στρημμένο λεπτό μαλλί και όλα τα βαμβακερά νήματα, όσα έχω έτοιμα διά τον εργαλειό». Τον εργαλειό εκείνον η κυρά Διαμάντω τον εκαμάρωνε πάντοτε ως το πολυτιμότερόν της πράγμα· τον είχε λάβει κληρονομίαν από την μητέρα της και εκείνη από την μάμμην της.

Ήτο ο Καραγιάννης κατά δέκα έτη νεώτερος του Αντωνέλλου, υψηλό, μελαγχροινό, εύμορφο παλληκάρι και κατ' αυτού, πολλαί γυναικείαι κανονοστοιχίαι ήσαν στημέναι διαρκώς, επί πολύν καιρόν όμως χωρίς αποτέλεσμα. Είχε και ο Καραγιάννης αδελφήν ελευθέραν, πολύ θελκτικήν, ήτο δε και νεώτερος του Αντωνέλλου και δεν εβιάζετο· θαρρείς εκαμάρωνε κ' επερίμενε.

Το άκουα το τραγούδι αυτό από την κούνια μου κ' έλεγα πως ήταν ύμνος που τον έγβαζε το νησί μας για να παρακινήση τους κατοίκους στη θαλασσινή ζωή. Όνειρο είχα πότε κ' εγώ να γίνω γεμιτζής και να κάτσω θαλασσοβρεγμένος στο τιμόνι. Θα εγινόμουν όμορφος τότε, παλήκαρος σωστός· θα μ' εκαμάρωνε το νησί, θα μ' αγαπούσαν τα κορίτσια. Ναι· την αγαπούσα τη θάλασσα!

Εν ω αντικρύ, καταμεσής, 'ς το λιμανάκι το καταγάλαζο, την εκαμάρωνε την καλήν οικοκυρά η σκούνα η κατάμαυρη με τάσπρο μπούρδο, του καπετάν-Μοναχάκη η καλοτάξειδη σκούνα, του ευτυχούς συζύγου της, με σημαίαις στολισμένη κατακαίνουργαις και με πολύχρωμα σινιάλα εορτάζουσα. Εξημέροναν τα Φώτα. Ο καπετάν-Μαμμής ήτον ο μόνος μεταξύ των ομοτέχνων του, πρώτος εις όλα.

Ούτε ο Βουλγαροκτόνος δεν εκαμάρωνε τόσον επί του ίππου του, όσον ο Καπετάνιος πορευόμενος διά μέσου των φαράγγων της Δυτικής Ελλάδος, με την ηλιοκαή όψιν του, την αρρενωπήν.

Τι έχασε να το εύρη αυτή εις την χαράν εκείνην της εορτής; Πώς να υπάγη και να μη βλέπη τον υιόν της, τον οποίον τώρα θα εκαμάρωνε γαμβρόν περιζήτητον; Ελιποθύμησεν οπίσω από μίαν κομαριάν, ότε διέπραξε το αλησμόνητον σφάλμα να μεταβή.

Ήδη δε ήρχετο να ποτίση τον ίππον του και να κατευθυνθή εις Ανδραβίδα, όπου τον ανέμενον οι σύντροφοί του. Αλλ' ο ίππος δεν ήθελε να πλησιάση εις το νερόν. Ήνοιγε τους οφθαλμούς, ανώρθου την χαίτην του, εκαμάρωνε την κεφαλήν, εφρύμαζε στρεφόμενος εδώ κ' εκεί κ' ετριπόδιζεν ωσεί διακρίνων κάτι μέσω των φυλλωμάτων και θέλων να υποχωρήση.