United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι εκείναι δεν εθεώρησαν μεν ανάξιον αυτών να εμφανισθούν εις άνδρα σκληραγωγημένος δασύτριχον και ηλιοκαή, αλλά προς άνθρωπον οποίος είσαι συκαι δι' όνομα της Λιβανίτιδος μη με αναγκάσης ν' αναφέρω από τούδε τα πάντα φανερά ούτε να πλησιάσουν θα κατεδέχοντο κατ' ουδένα τρόπον αντί δε να δώσουν δάφνην, με μυρίκην ή και φύλλα ακαλήφης θα εμαστίγωνον και θ' απεδίωκον τον τοιούτον, ώστε να μη μολύνη τον Ολμειόν ή την κρήνην του Ίππου, της οποίας τα νερά επιτρέπεται να πίνουν μόνον τα διψώντα ποίμνια ή ποιμένες έχοντες τα στόματα αγνά.

Οι χαρακτήρες του είνε ωχρότεροι και ελληνικωτέρου τύπου ή όσον τα ηλιοκαή και ελαιόχρωα πρόσωπα των αξέστων αλιέων οίτινες είναι οι Απόστολοί Του· αλλά καίτοι οι χαρακτήρες ούτοι προφανώς εμαράνθησαν υπό της λύπηςκαίτοι είνε πρόδηλον ότι οι οφθαλμοί εκείνοι, των οποίων το απερίγραπτον βλέμμα φαίνεται ν' αναγινώσκη τα απόκρυφα των καρδιών, συχνά εβράχησαν από δάκρυαόμως ουδείς άνθρωπος του οποίου η ψυχή να μη διεβρώθη υπό της αμαρτίας και ιδιοτελείας δύναται να προσβλέψη άτρομος εις την θείαν έκφρασιν του γαληνίου εκείνου προσώπου.

Ούτε ο Βουλγαροκτόνος δεν εκαμάρωνε τόσον επί του ίππου του, όσον ο Καπετάνιος πορευόμενος διά μέσου των φαράγγων της Δυτικής Ελλάδος, με την ηλιοκαή όψιν του, την αρρενωπήν.

Δεν θα φαίνεται σαν νεράιδα; — Μες σε κανένα ρέμα; — Μα δεν πειράζει, είνε το μόνο. — Ποιο μόνο; Ο Τρέκλας κατέπαυσεν ενταύθα τον λόγον και δεν ηθέλησε πλέον ν' απαντήση. Είχε στηριχθή επί του στελέχους δένδρου τινός και εφαίνετο ονειροπολών. Ήτο άνθρωπος τεσσαρακοντούτης με ηλιοκαή την όψιν και οι χαρακτήρες του εξέφραζον πολλήν πανουργίαν.

Με τας οφρύς του, τας ηνωμένας ως τόξον, με τους οφθαλμούς του τους λαμπυρίζοντας και την ηλιοκαή επιδερμίδα εσυμβόλιζε την νεότητα και την ρώμην. Εφάνη τόσον ωραίος εις την Λίγειαν, ώστε αύτη μόλις ηδυνήθη να αρθρώση: — Χαίρε, ω Μάρκε . . . Εκείνος είπεν: — Ευτυχείς οι οφθαλμοί μου οίτινες σε θεωρούν! ευτυχή τα ώτα μου, τα οποία ακούουν την φωνήν σου, την γλυκυτέραν κιθάρας και αυλού.

Ουδείς βλέπων την κυρίαν Περδίκη ηδύνατο να ενθυμηθή την ηλιοκαή και ακτένιστον παιδίσκην, ήτις εσάρονέ ποτε τον σταύλον του πατρός της, ούτε συνομιλών μετά του συζύγου της ηδύνατο να υποπτεύση ομοιότητά τινα μεταξύ της φωνής του και της φωνής του παραγγέλλοντος ένα βαρύν και γλυκύν ρυπαρού υπηρέτου μικρού καφενείου της Πλάκας.