United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τον ώθησεν έξω, ρίψασα προς αυτόν φωτεινόν βλέμμα απ' εκείνα τα σπάνια που εκφράζουν συγχρόνως ευχήν και προσδοκίαν, φόβον μέγαν και θάρρος ακατάβλητον, ανδρικήν ρώμην και θείαν θέλησιν. Η Μαλάμω ήτο Σουλιωτοπούλα, γυνή παλληκάρι.

Ούτε τέμπλεον είχεν ούτε πολυελαίους, αλλ' ούτε στασίδια. Ολίγας εικόνας εις τους μαυρισμένους του τοίχους και μίαν Αγίαν Τράπεζαν εφ' ης έκειτο ευλαβώς φυλασσόμενον το πυξίον του Αγίου Άρτου διά την θείαν Μετάληψιν. Λειτουργίας δεν ετέλουν. Μόνον την τακτικήν ακολουθίαν εδιάβαζον, και μετελάμβανον όσοι ήσαν προετοιμασμένοι.

Το εβραϊκόν «Μεσσίας» και το Ελληνικόν «Χριστός» ήσαν ονόματα αντιπροσωπεύοντα την θείαν αποστολήν του ως Κεχρισμένου Προφήτου, Ιερέως και Βασιλέως· αλλά το όνομα «Ιησούς» ήτο το όνομά του το προσωπικόν, όπερ έφερεν ως απλούς άνθρωπος, αλλ' αναμάρτητος αυτός μεταξύ των αμαρτωλών.

Μη κινής τους ώμους, διότι ποίος ηξεύρει εάν μετά ένα μήνα ή μετά έν έτος το πολύ δεν θα γίνης και συ ο ίδιος . . . χριστιανός; — Εγώ; είπεν ο Πετρώνιος. Όχι δεν θα ασπασθώ το θρήσκευμα αυτό και αν εγκλείη την αλήθειαν και την σοφίαν, την ανθρωπίνην άμα και την θείαν . . . Τούτο θα απήτει κόπον και εγώ δεν αγαπώ να κοπιάζω.

Και όταν όλοι αφθόνως εχορτάσθησαν, ο Ιησούς, όχι μόνον όπως δείξη εις τους μαθητάς Του το μέγεθος και την έκτασιν του γενομένου, αλλ' όπως διδάξη αυτούς ότι η σπατάλη, ακόμη και της θαυματουργού δυνάμεως, είνε όλως ξένη προς την θείαν οικονομίαν, παρήγγειλεν αυτοίς να συναθροίσωσι τα τεμάχια όσα έμενον, όπως μηδέν χαθή.

Κ' εκεί την νύκτα υπό την θείαν ανταύγειαν των οφθαλμών του Παπά-Ιερεμία, οίτινες έλαμπον ζωηρότερον από το μαρμαίρον γαλάζιον φως των κανδηλών του ασκητικού ευκτηρίου του, προσεπάθει η γραία μετά πόνου ν' ανακαλύψη, έστω και μακρόθεν φέγγουσαν, την συγγνώμην του βαρέος αμαρτήματος του μακαρίτου. — Να, τώρα δεν έχουμε τίποτε πλεια, γέροντα, έλεγε κατά την εξομολόγησίν της.

Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 165 «Γέρε, γι' αυτήν την είδησιν ούτε θα λάβης δώρο, ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειάτο σπίτι του, αλλά πίνε ήσυχα, και άλλο ας εύρουμε να ειπούμε καιτον νου μου τούτα μη φέρης, επειδή μου σχίζεται η καρδία, τον κύριόν μου τον καλόν οπόταν μου ενθυμίζουν. 170 αλλά τώρ' ας αφήσουμε τον όρκο, κ' είθε να 'λθη ο Οδυσσέας, ως ποθώ κ' εγώ και η Πηνελόπη, και ο θείος ο Τηλέμαχος και ο γέρος ο Λαέρτης, και πάλ' εις θλίψαις μ' έβαλεν ο γόνος του Οδυσσέα Τηλέμαχος, 'π', ως τρυφερό βλαστάρι αφού τον θρέψαν 175 οι αθάνατοι, και να φανήτους άνδραις είχα ελπίδα ως ο πατέρας του λαμπρόςτο σώμα καιτο κάλλος, κάποιος θεός ή και θνητός το λογικό του επήρε•την θείαν Πύλο βγήκε αυτός να μάθη του πατρός του άκουσμα, και τον καρτερούν οι θαυμαστοί μνηστήρες, 180 ως γέρνειτην πατρίδα του, όπως το θείον γένος και του Αρκεισίου τ' όνομα σβυσθούν απ' την Ιθάκη. πλην τώρ' ας τον αφήσουμεν, εκείν' είτε τον πιάσουν, ή φύγη, και το χέρι του γι' αυτόν σηκώση ο Δίας. άλλ' έλα, γέροντ', όλα σουεμέ να ειπής τα πάθη• 185 και τούτο ειπέ μου καθαρά, μ' αλήθεια να το μάθω, ποιος είσαι; πόθεν έρχεσαι; που η πόλις κ' οι γονείς σου; με ποιο καράβι εδώ 'φθασες; με ποιον τρόπον οι ναύταις εις την Ιθάκη σ' έφεραν, και ποιοι καυχώνταν 'που 'ναι; ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες πιστεύω». 190

Αχ τα χρόνια της, τα οποία είχε παραπάνω, την ωδήγησαν προτήτερα από εμέ εις τον τάφον. Ποτέ δεν θα την λησμονήσω, ποτέ δεν θα λησμονήσω την ευστάθειαν και την θείαν της υπομονήν. Πρό τινων ημερών συνήντα νέον τινά Φ . . . . . ελεύθερον νέον έχοντα πολύ ευτυχή την φυσιογνωμίαν.

Έκτισε καρδίας τόσον καθαράς, και βίους τόσον ειρηνικούς, και εστίας τόσον γλυκείας, ώστε οι άγγελοι οίτινες εκήρυξαν την έλευσιν του Σωτήρος, φαίνεται ότι εψιθύρισαν προς τους υιούς των ανθρώπων: «Έσεσθε ως πτέρυγες της περιστέρας αι περιηργυρωμέναι, και τα μετάφρενα αυτής χρυσαυγίζοντα». Άλλοι, εάν θέλωσι και δύνανται, ας μη βλέπωσιν εις το τοιούτον έργον την θείαν Πρόνοιαν.

Και απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνον Οδυσσέας• «Κάθε άλλην έχε μέριμναν, Αλκίνοε• δεν ομοιάζω των αθανάτων, πώχουσι των ουρανών τους θόλους, 'ς την πλάσι, και 'ς τ' ανάστημα• θνητός άνθρωπος είμαι. 210 και όσους θνητούς γνωρίζετε να δέρν' η δυστυχία, 'ς τα πάθη εδύνομουν εγώ να συγκριθώ μ' εκείνους• κ' είχα εγώ ακόμη πλειότερα κακά να εξιστορήσω, όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν. είμ' άθλιος• αλλ' αφήστε με για τώρα να δειπνήσω• 215 ότι άλλο πράγμ' αναίσχυντο δεν είναι ως η κοιλία• τον εαυτόν της η σκληρή να στοχασθής σε βιάζει, όσα και αν έχης βάσανα και λύπαιςτην ψυχήν σου. κ' εγώ 'χω λύπητην ψυχή, και ιδού πάντοτ' εκείνη ζητεί να φάγω και να πιω, και όσα 'χω παθημένα 220 μου σβύνει από τον λογισμό και να γεμίση θέλει. σεις πάλι όλα ετοιμάσετε, άμα φωτίσ' η ημέρα, όπως πατήσ' ο άμοιρος την γην την πατρικήν μου, αν και πολλά 'παθα κακά• να ιδώ, και ας αποθάνω, το κτήμα μου, τους δούλους μου, και το υψηλό παλάτι». 225