United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και έρραπτε και ύφαινε και έτρεφεν εαυτήν και την γραίαν μητέρα. Και επερίσσευον πολλάκις χρήματα ν' αγοράση χρυσάφι της Πόλεως, από το καλλίτερον και υποκλέπτουσα τότε ώρας εκέντα πότε την ημέραν εις τον ήλιον, πότε την νύκτα εις τον λύχνον τα προικιά της η ωραία κόρη, ονειρευομένη την ώραν του γάμου της ως την πλέον χρυσήν εν τω κόσμω προσδοκίαν.

Και τον ώθησεν έξω, ρίψασα προς αυτόν φωτεινόν βλέμμα απ' εκείνα τα σπάνια που εκφράζουν συγχρόνως ευχήν και προσδοκίαν, φόβον μέγαν και θάρρος ακατάβλητον, ανδρικήν ρώμην και θείαν θέλησιν. Η Μαλάμω ήτο Σουλιωτοπούλα, γυνή παλληκάρι.

Ούτω άμα ήνοιξε και ο Φρουμέντιος τους οφθαλμούς, ητοιμάσθη να προσφέρη εις την αχάριστον Ιωάνναν την συνήθη δακρύων σπονδήν, αλλά παρά πάσαν προσδοκίαν οι οφθαλμοί του ευρέθησαν ξηροί και να προγευματίση μάλλον ή να κλαύση ησθάνετο όρεξιν μετά πολυήμερον νηστείαν ο καλός Βενεδικτίνος.

Ούτω καθημένη με τους βραχίονας αδρανείς επί των γονάτων, κρατούσα ακόμη το πηρούνι με το οποίον ανέστρεφε τους πλακούντας, εφαίνετο ως να εμειδία προς ωραίον όνειρον, το οποίον οι ημίκλειστοι οφθαλμοί της έβλεπον εις το βάθος της πυράς, εις τον χορόν και τα παιγνίδια των φλογών. Τα παιδία, καθήμενα περί αυτήν κατά γης, εφαίνοντο αποκαρωθέντα και αυτά εις την προσδοκίαν.

Τα πρόσωπα των αντικατώπτριζον την προσδοκίαν, την φρίκην και την ελπίδα. Το φως αντενακλάτο εντός του λευκού των οφθαλμών, οίτινες είχον υψωθή προς τον ουρανόν. Επί των ωχρών μετώπων των έρρεεν ο ιδρώς. Οι μεν έψαλλον ύμνους, οι δε επανελάμβανον πυρετωδώς το όνομα του Ιησού, άλλοι δε έτυπτον τα στήθη. Πάντες ανέμενον κάτι το άμεσον και υπερφυσικόν.

Προ πάντων όμως τους έφερεν εις πλείστην αθυμίαν η παρά πάσαν προσδοκίαν χρονοτριβή, διότι κατ' αρχάς είχαν πιστεύσει ότι έφθαναν ολίγαι ημέραι, διά να υποτάξουν ανθρώπους πολιορκουμένους εις νήσον έρημον και πίνοντας αλμυρόν ύδωρ.

64. » Σεις δε μη παρασύρεσθε υπό τοιούτων φίλων της ειρήνης· αφού συνεμερίσθητε την γνώμην μου να πολεμήσωμεν, δεν πρέπει να οργίζεσθε κατ' εμού, αν οι εχθροί επελθόντες έπραξαν όσα ήτο επόμενον να πράξουν μετά την άρνησίν σας εις το να ενδώσετε εις αυτούς, και εάν παρά πάσαν προσδοκίαν ενέσκηψεν η νόσος αυτή, πού διόλου δεν επεριμένομεν να συμβή.

Είπε τέλος ότι, εάν παρά πάσαν προσδοκίαν οι Συρακούσιοι ετόλμων να αντισταθούν εις τον στόλον των Αθηναίων, ο τρόμος υπό του οποίου θα κατελαμβάνετο ο εχθρός θα παρείχεν εις αυτούς ωφέλειαν μεγαλυτέραν της βλάβης, την οποίαν η εμπειρία των Αθηναίων θα ηδύνατο να προξενήση εις την απειρίαν των Συρακουσίων· τους συνεβούλευσε λοιπόν να αποπειραθούν ναυμαχίαν χωρίς αναβολήν.

Η φοβερά επισημότης, η σκιά, ούτως ειπείν, της επερχομένης καταδίκης, το υπονοούμενον «πολύ αργά», χαρακτηρίζουσι την αφήγησιν ταύτην ην διετήρησεν ημίν μόνος ο ιερός Λουκάς. Και τούτο φαίνεται να εξέπληξε τα πνεύματα όλων των ακουόντων Αυτού. Ούτοι είχον προσδοκίαν, έμφοβον ή χαρμόσυνον κατά την κατάστασιν της ιδίας συνειδήσεώς των, μεγάλου τινός.

Οι διά των ιδίων χειρών εργαζόμενοι είναι προθυμότεροι να ριψοκινδυνεύουν εις τον πόλεμον τα σώματά των ή τα χρήματά των, διότι τα μεν σώματα πιστεύουν ότι θα διασωθούν καν εκ των κινδύνων, τα δε χρήματα φοβούνται μήπως πρόωρα δαπανήσουν προ πάντων εάν ο πόλεμος, παρά την προσδοκίαν των και ως είναι πιθανόν, παραταθή επί μακρόν.