United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και συνεχώς δι' αιχμηρού ξυλαρίου εκέντα εις τα οπίσθια το βραδύ ζώον. Αι δε γυναίκες φορτωμέναι τα φύλλα ηκολούθουν κρυφομιλούσαι και αυταί και σχεδιάζουσαι μυρία όσα ευτυχή σχέδια, ουδέ ησθάνοντο το βάρος του συμπεπιεσμένου σάκκου εκ της χαράς, ήτις επλήρου την καρδίαν των τας ευδαίμονας εκείνας ώρας.

Με την μίαν χείρα εκράτει τα αλυσιδωτά ηνία και με την άλλην εκέντα, επί της σπονδυλικής στήλης, το ταχύ ζώον, όπερ χορεύον εισήλθεν ήδη εις την μακράν γραμμήν των γυναικών, αίτινες κατά σειράν παραμερίσασαι, άφησαν το ονάριον να διέλθη, με χαρίεντας ελιγμούς των νώτων, επισείον την ουράν του, χαιρετίζον με τα ώτα του, εν ώ ο επ' αυτού καθήμενος εμονολόγει μεγαλοφώνως: — Τίποτε φέτος!

Ετάνυα κ' εγώ τας ιδικάς μου, αλλά το βουνόν μου εφαίνετο ατελείωτον. Μ' εκέντα προς τα εμπρός αίσθημα φιλοτιμίας. Μου ήρχετο πού και πού εις τον νουν η σκέψις: μη ο αρχηγός μ' έταξεν εις την οπισθοφυλακήν, προνοήσας ότι δεν θα δυνηθώ ν' ανθέξω εις τον κόπον της πορείας; Αλλά πώς να μείνω οπίσω, ενώ οι άλλοι πήγαινον εμπρός; ησχυνόμην να φανώ ασθενέστερός των. Ο Μίρτος μόνος ευρίσκετο όπισθέν μου.

Και έρραπτε και ύφαινε και έτρεφεν εαυτήν και την γραίαν μητέρα. Και επερίσσευον πολλάκις χρήματα ν' αγοράση χρυσάφι της Πόλεως, από το καλλίτερον και υποκλέπτουσα τότε ώρας εκέντα πότε την ημέραν εις τον ήλιον, πότε την νύκτα εις τον λύχνον τα προικιά της η ωραία κόρη, ονειρευομένη την ώραν του γάμου της ως την πλέον χρυσήν εν τω κόσμω προσδοκίαν.

Ο ιππεύς επέμενε, τον εκέντα διά των πτερνιστήρων, τον εκτύπα διά της μπατίνας, αλλ' ουδέν κατώρθου κ' ήτο έτοιμος να υποχωρήση φοβισμένος και αυτός. Διότι εσυλλογίσθη ότι ήτο μεσημέρι και αυτήν την ώραν εις τοιούτους τόπους δεν είνε ακίνδυνον να συχνάζη κανείς. Όλα τα εξωτικά της λαγκαδιάς θα εκοιμώντο τόρα εκεί και βεβαίως δεν θα επέτρεπον εις κανένα να τα ενοχλήση.

Παραπιωμένος κάποιος στο μεθύσι απάνω νόθο με κράζει. Την φρικτήν εκείνη μέρα μόλις τη λύπη εκράτησα. Την άλλη πήγα κ’ ερώτησα καταλεπτώς τους δυό γονείς μου. Κι εκείνοι επροσβαλθήκανε στην κατηγόρια, κ’ έτσι βαρυθυμώσανε μ’ εκειόν που τα ’πε κ’ εγώ χαιρόμουνα γι’ αυτό. Αλλά μ’ εκέντα πάντοτε ο ψόγος° χάλαγεν έτσι η καρδιά μου. Κρυφά λοιπόν απ’ τους γονείς παίρνω το δρόμο για τους Δελφούς.