United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επειδή ολη η τύχη των Αθηναίων εναπέκειτο επί του στόλου, ησθάνοντο μεγίστους φόβους περί του μέλλοντος· ένεκα δε της ανωμαλίας του εδάφους ηναγκάζοντο οι εν τη παραλία να βλέπουν την ναυμαχίαν υπό διαφόρους επόψεις.

Η Γιουγκφράου υψούτο εκεί εν μεγαλοπρεπεία και λαμπρότητι περιβαλλομένη από τον δασώδη πράσινον στέφανον των εγγύς ορέων. Πάντες εσταμάτησαν και εθεώντο το κάλλος της φύσεως. Και ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα ησθάνοντο και αυτοί την από ταύτης μαγείαν. — Πουθενά δεν είναι ωραιότερα από εδώ; έλεγεν η Μπαμπέττα. — Πουθενά! έλεγε ο Ρούντυ και εκύτταζε την Μπαμπέτταν.

Διότι ησθάνοντο καλώς ότι οπωσδήποτε ήθελεν εκραγή ο προς τους Πελοποννησίους πόλεμος, και ήθελον να μη εγκαταλείψουν εις τους Κορινθίους την Κέρκυραν τοσούτον ναυτικόν έχουσαν, αλλά μάλλον να φέρουν αυτούς τους δύο λαούς εις όσην περισσοτέραν ηδύναντο σύγκρουσιν προς αλλήλους, ίνα οι Αθηναίοι δυνηθούν εν ανάγκη να καταπολεμήσουν τους Κορινθίους και τους άλλους τους έχοντας ναυτικόν όταν γίνουν ασθενέστεροι.

Εκείνοι οίτινες ανεπιεικώς κατεδίκαζον, δικαίως τώρα ησθάνοντο υπερβάλουσιν την αδημονίαν αφορήτου αίσχους, ενώ επί των ενόχων συνειδήσεών των εβρυχώντο, ως ρόχθος θυέλλης και βροντής, τοιαύται σκέψεις: «Διά τούτο είσαι ασυγχώρητος, ω άνθρωπε, όστις και αν είσαι ο κρίνων· διότι, ενώ κρίνεις άλλον, καταδικάζεις σεαυτόν· διότι συ ο κρίνων, τα αυτά πράττεις.

Ένεκα του φόβου τον οποίον ησθάνοντο εύρισκον δίκαιον το κήρυγμα· οι μεν Αθηναίοι, διότι ηυχαριστούντο να εξέλθουν, νομίζοντες ότι διέτρεχον πλειότερον κίνδυνον από τους άλλους και μη περιμένοντες ταχείαν βοήθειαν, οι δε άλλοι, διότι παρά πάσαν προσδοκίαν θα διετήρουν ισότητα δικαιωμάτων και δεν θα διέτρεχον κανένα κίνδυνον.

Όσοι την έβλεπον, όχι μόνον να την επιθυμήσωσι σύζυγον δεν ετόλμων, όχι μόνον να την αγαπήσωσι δεν ησθάνοντο το θάρρος, αλλά μόλις είχον την γενναιότητα να ατενίσωσιν επί τον μέλανα οφθαλμόν της και να ανίδωσι προς το υπερήφανον αυτής μέτωπον.

Οι άνθρωποι ησθάνοντο εν αυτώ την δύναμιν εκείνην της υπεροχής, με την οποίαν είνε πάντοτε πεπροικισμένη η τελεία αυταπάρνησις. Εκείνος όστις είνε ανώτερος των κοινών φιλοδοξιών του ανθρώπου, είνε ωσαύτως ανώτερος και των κοινών φόβων του.

Και όμως, Ερυξίμαχε, ήρχισεν ο Αριστοφάνης, σκοπόν έχω να ομιλήσω άλλως πως και όχι όπως συ και ο Παυσανίας. Λοιπόν εγώ νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν έχουν αισθανθή όλως διόλου την δύναμιν του έρωτος, διότι εάν την ησθάνοντο, έπρεπε να του ανεγείρουν μεγίστους ναούς και βωμούς, και να του προσφέρουν τας μεγαλυτέρας θυσίας, ενώ τόρα τίποτε από όλα αυτά που έπρεπε να γίνονται δεν γίνεται.

Είχον παρέλθει δέκα ημέραι αφ' ης ο Δημήτρης έφθασεν εις την καλύβαν του Νάσου και της Μπήλιως. Η χαρά με την οποίαν τον υπεδέχθησαν την πρώτην ημέραν, διετηρείτο ακόμη ακμαία και απροσποίητος · έτρωγον εις την αυτήν τάβλαν κ' εκοιμώντο εις την ιδίαν καλύβαν, αχώριστοι. Όσην φιλίαν ησθάνετο πριν ο γέρω Βαγγέλης διά τον Δημήτρην, την αυτήν ησθάνοντο τόρα και η κόρη και ο γαμβρός του.

Μεγάλη συγκίνησις και μέγας ενθουσιασμός κατέλαβε πάντας τους παρισταμένους εις τον ναόν και όλον τον λαόν της πρωτευούσης. Ησθάνοντο το φρόνημά των υψούμενον και αναζωογονουμένας τας ελπίδας των περί μελλούσης νίκης.