United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εζωγράφισαν την ακτινοβολίαν του φωτός το οποίον εξέπεμπεν η φάτνη, καταυγάζουσα τα πέριξ, του φωτός του εκθαμβωτικού, όπερ ηνάγκαζε τους παρισταμένους ν' αποστρέφουν τους οφθαλμούς από την ουρανίαν εκείνην λάμψιν. Όλα όμως αυτά απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.

Ο Πρωταγόρας ιδίως, διά να επιβληθή και εις αυτόν τον Σωκράτην και εις τους άλλους παρισταμένους, πληροφορεί σοβαρώς και πομπωδώς ότι διδάσκει την τέχνην της διοικήσεως των ιδιωτικών και δημοσίων υποθέσεων, δηλ. την πολιτικήν. Ο Σωκράτης δεικνύει απορίαν περί του αν είναι δυνατόν να διδάσκηται η πολιτική.

Μεγάλη συγκίνησις και μέγας ενθουσιασμός κατέλαβε πάντας τους παρισταμένους εις τον ναόν και όλον τον λαόν της πρωτευούσης. Ησθάνοντο το φρόνημά των υψούμενον και αναζωογονουμένας τας ελπίδας των περί μελλούσης νίκης.

Εισήλθε λοιπόν ένας ασχημάνθρωπος, ο οποίος είχε ξυρισμένον το κεφάλι και ολίγας τρίχας ορθάς εις την κορυφήν. Αυτός εχόρευσε με διάφορα τσακίσματα και μορφασμούς γελοίους διά να φαίνεται αστειότερος και απήγγειλε σατυρικά ποιήματα, μιμούμενος την προφοράν των Αιγυπτίων και τέλος ήρχισε ν' απευθύνη σκώμματα εις τους παρισταμένους.

Τότε δα, αγαπητέ μου Κρίτων, κανείς δεν έμεινε από τους παρισταμένους που να μην υπερεπαινέση τους ξένους και την σοφίαν των· από τα γέλοια και τα χειροκροτήματα και την χαράν των ολίγον έλειψε να πάθουν· ναι μεν εχειροκρότουν οι θαυμασταί του Ευθυδήμου και πριν, σε κάθε από εκείνα τα νόστιμα που έλεγαν· τότε όμως και οι κίονες αυτοί του Λυκείου λες κ' εχειροκροτούσαν από την μεγάλην των ευχαρίστησιν.

Οι νεήλυδες προσβλέπουσιν επί στιγμήν τον γίγαντα, θεωρούσι κύκλω τους παρισταμένους, ανταλλάσσουσι βλέμμα συνεννοήσεως, και απέρχονται κατησχυμμένοι, πτοηθέντες το ανάστημα του λαλούντος και τας διαστάσεις της μαγκούρας του. — Δεν τους αφίνεις, αδελφέ; παρατηρεί ηπίως ο υποψήφιος. Διατί να τους δυσαρεστήσωμεν; — Ας μας κόψουν το κρέδιτο! Φασκέλωσ' τα τα όρνια!

Όταν ποτέ είδε δύο φιλοσόφους αμαθεστάτους, οίτινες συνεζήτουν αλληλοϋβριζόμενοι και ο μεν απηύθυνεν ανοήτους ερωτήσεις, ο δε άλλος απήντα παραλόγως, Δεν σας φαίνεται, φίλοι μου, είπε προς τους παρισταμένους, ότι ο μεν είς εκ τούτων αμέλγει τράγον, ο δε άλλος κρατεί από κάτω κόσκινον διά να δεχθή το γάλα;

Τα άσματα εσίγησαν, ως και ο ήχος των αρπών. Ανησυχία κατέλαβε τους παρισταμένους. Μόνος ο Πετρώνιος δεν έδειξε την ελαχίστην συγκίνησιν και είπεν ως άνθρωπος ενοχλούμενος από συνεχείς προσκλήσεις: — Θα ηδύναντο να με αφήσουν να δειπνήσω ησύχως. Επί τέλους ας εισέλθη. Ο δούλος εξηφανίσθη όπισθεν του παραπετάσματος.

Ο γέρων έλεγε τώρα εις τους παρισταμένους ότι ώφειλον να είναι αγαθοί, ειρηνικοί, ευθείς την καρδίαν, αγνοί και να περιφρονώσι τον πλούτον, όχι διά να έχουν ησυχίαν εις αυτόν τον κόσμον, αλλά διά να ζήσωσι μετά θάνατον ενδόξως και αιωνίως εν Χριστώ.

Ο άνθρωπος εσιώπα έντρομος, αλλ' ο Ιησούς ευχαριστηθείς από την τόλμην και την πίστιν την οποίαν εμαρτύρει η πράξις, είπεν αυτώ: «θάρσει, τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». Ο Κύριος είχε παρατηρήσει ήδη πρότερον την δυσμενή εντύπωσιν την οποίαν επροξένουν οι εκπληκτικοί ούτοι λόγοι εις τους παρισταμένους.