United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναι, πιέ και τούτο. Ο Φλεβάρης εκένωσε και το ποτήριον εκείνο και άλλα ακόμη με όσην ευκολίαν τα εγέμιζεν ο σύντροφος του. Έπειτα, κλίνων τον κορμόν του σώματός του εις τα οπίσω και φέρων αντάμικα μέχρι του αριστερού οφθαλμού το μαύρον φέσι, με το κυανούν τσεγρέκι, ήρχισε με φωνήν σταθεράν και καθαράν, την βλαχικήν προφοράν μιμούμενος, να τραγωδή ενώ το σώμα του ήτο εις αδιάκοπον κίνησιν,

Ουδέποτε τον είδε κανείς να φωνάζη, να φιλονεική με πείσμα ή ν' αγανακτή, και όταν ακόμη ευρίσκετο εις την ανάγκην να επιπλήξη κανένα• αλλά τα μεν σφάλματα κατέκρινε, προς δε τους σφάλλοντας ήτο επιεικής, μιμούμενος τους ιατρούς, οι οποίοι θεραπεύουν τα νοσήματα, αλλά δεν οργίζονται κατά των αρρώστων.

Έκαμε γνωριμίας μεταξύ των νέων του χωριού, ενεφανίζετο εις τα δώματα περί το δειλινόν, όταν τα κορίτσια μετέβαινον εις την βρύσιν ή επέστρεφον από τα λειβάδια, κάπου- κάπου δε έρριπτε και κανένα λόγον, μιμούμενος τους άλλους νέους. Τόσον ήτο ευχαριστημένος από αυτήν την νέαν φάσιν της ζωής του, ώστε σχεδόν ελησμόνησε τον Τερερέν. Εις τούτο δε και ούτος τον εβοήθησεν, αποφεύγων την συνάντησίν του.

Ο Γιάννης ο Κούτρης, πραγματοποιήσας το όνειρόν του, του να παρίσταται εις την εκκλησίαν ως επίτροπος, επεστάτει εις το άναμμα και σβύσιμον των κηρίων, πατών αυτά, ενίοτε με το τσαρούχι του, μιμούμενος τον εξάδελφόν του τον Γιάννην τον Λαδίκαν, και όστις ίστατο δεξιόθεν εις τον χορόν ως προεστώς με τόσην σοβαρότητα, ώστε βλέπων τις αυτόν θα τον ενόμιζε ψάλτην, εξ ιδιοτροπίας σιωπώντα.

Καθώς δε ο Αριστείδης, ουχί μόνον δεν ηγανάκτησε κατά της πατρίδος του εξορισθείς, αλλ' ηυχήθη, ηγωνίσθη, και διεκινδύνευσε προς σωτηρίαν αυτής, τοιουτοτρόπως και ο Κίμων, μιμούμενος το αξιότιμον παράδειγμα του εναρέτου εκείνου ανδρός και προσωπικού φίλου του, δεν εμνησικάκησε κατά των συμπολιτών του, αλλά και αυτός καλόν αντί κακού ηθέλησε να τοις ανταποδώση.

Και ήρχισεν αμέσωςγια να θερμανθήνα τραγουδή ένα παλαιόν άσμα της Κω, μιμούμενος συνάμα γυναίκα κώτισσαν νήθουσαν, κατά την έννοιαν του άσματος, μ' έκτακτον μιμικήν διάθεσιν. Ο καπετάν-Γιακουμής επαναχορδίσας τέλος την Μαριγούλαν τον συνώδευε: Πάρε την αργυρόρροκα κ' έλα την φράχτη-φράχτη, Κι' αν σ' αρωτήσ' η μάννα σου, 'πες, έχασα τ' αδράχτι.

Αλλ' αν θέλης και να επαινέσω κάτι τι το οποίον με πολλήν ευφυίαν έπραξες, θ' αναφέρω πώς με την τέχνην του Τισίου και μιμούμενος τον Κόρακα ήρπασες ενός ανοήτου γέροντος τριάκοντα χρυσά νομίσματα και πώς ο αυτός με την μέθοδον του Τισίου παγιδευθείς σου επλήρωσε δι' έν βιβλίον επτακοσίας πεντήκοντα δραχμάς.

Μετά τινα χρόνον μιμούμενος το παράδειγμα των διασημοτέρων της Ελλάδος πολεμιστών, μετέβη εις Ιωάννινα και μέχρι του έτους 1816 υπηρέτησεν εν τω λόχω των σωματοφυλάκων του Τεπελενλή.

Πέρασε τη νύχτα στην καλύβα και καθώς είχε αρχίσει να φυσάει δυνατός αέρας και τα καλάμια στο φρύδι της πλαγιάς θρηνούσαν σαν ψυχές κολασμένων, προκαλώντας φόβο στο μικρό φύλακα, άρχισε να του διηγείται ιστορίες από τη Βίβλο, μιμούμενος την προφορά του τυφλού. «Ναι, ήταν ένας βασιλιάς που έβαζε να λατρεύουν τα δέντρα, με τη δικαιολογία ότι είναι πνεύματα, καθώς και τα ζώα, ακόμη και τη φωτιά.

Δεν περιωρίσθη δε εις έν είδος φιλοσοφίας, αλλ' αναμίξας διάφορα δεν εφαίνετο εις ποίον εξ αυτών έδιδε την προτίμησίν του• φαίνεται όμως ότι κάπως περισσότερον απέκλινε προς την Σωκρατικήν φιλοσοφίαν, μολονότι κατά το ένδυμα και την απλότητα του βίου εφαίνετο μιμούμενος τον Διογένην, χωρίς όμως να επιτηδεύη παράξενον τρόπον βίου διά να θαυμάζεται και κινή την περιέργειαν• Έζη όπως όλοι και συνανεστρέφετο τους πάντας με αφέλειαν, χωρίς την ελαχίστην έπαρσιν.