United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξήλθε και επλήρωσεν εκλεκτού οίνου μικράν φιάλην, και εξηκολούθησεν η ψαλμωδία των μελωδικών ασμάτων του Δαμασκηνού. — Νά που σου ηύρα ζωντανά κεριά! Λέγει προς εμέ ο κυρ-Στρατής. Δεν θα ψάλης το «Μάγοι Περσών βασιλείςΚαι ενθαρρύνων με: — Εις υγείαν και των ζωντανών! κράζει, συγκρούων το ποτήριόν μου με το ιδικόν του. Ανεθάρρησα αιδούμενος μάλλον.

Αλλ' έλα, είπε, υπάκουσε και μη κάμης αλλέως. Και ο Κρίτων, άμα ήκουσε τούτο, έκαμε νεύμα εις τον υπηρέτην, ο οποίος έστεκε πλησίον και ούτος, αφ' ού εξήλθε και έλειψε πολλήν ώραν, ήλθεν οδηγών εκείνον, ο οποίος έμελλε να δώση το δηλητήριον και το έφερε τριμμένον μέσα εις έν ποτήριον.

Εν τούτοις ο ουράνιος απεσταλμένος διπλώσας τα πτερά του και αποσείσας τους καταπίπτοντας επί του μετώπου του ξανθούς βοστρύχους «Ιωάννα», είπε, προσηλών πύρινον βλέμμα επί της αθλίας Παπίσσης, «η λαμπάς αύτη σοι αναγγέλλει το πυρ το αιώνιον προς τιμωρίαν των ανομημάτων σου, το δε ποτήριον πρόωρον θάνατον και καταισχύνην επί της γης.

Είτα ευλόγησε τα στέφανα και υπέδειξεν εις τον σύντεκνον πώς θα τ' ανταλλάξη τα στέφανα. Είτα εκέρασε τους νεονύμφους το κοινόν ποτήριον, τέλος εχόρευσε μαζί τους τον χορόν του Ησαΐα, κ' έκαμεν απόλυσιν. Την στιγμήν που ο Φαναριώτης ήλλαζε τα στέφανα επάνω στα κεφάλια των νεονύμφων, τρεις μεγάλες κανονιές εβρόντησαν επάνω στο κατάστρωμα, εκ των πλευρών του πλοίου.

Διά τούτο ο Μπάρμπα-Σταύρος πληρώσας το ποτήριον του ποιμένος οίνου εκλεκτού, πληρώσας και άλλο ιδικόν του, ίνα διά του ηδέος ποτού ωθήση προς τον παμφάγον στόμαχον την εκχειλίζουσαν οργήν του, εκραύγασε μετά ψυχρότητος μεν γελών, πλην γελών όμως: — Καλή χρονιά, κολλήγα, εσύ νάσαι καλά και τα θηλιάσματα, και γουρνόπουλα όσα θέλεις έχουμε.

Τα θηλιάσματα λυπάσαι; Εσύ νάσαι καλά, κολλήγα, παρετήρησεν ο ποιμήν, ετοιμάζων άλλο ποτήριον. — Και το γουρνόπουλο! Προσέθηκεν ο μπάρμπα-Σταύρος. — Ναι, τώρα είπες καλά. Είπεν ο Κομποδήμος και εκένωσεν εις τον διψαλέον λάρυγγά του άλλο ποτήριον και ηρώτησε: — Να το φέρω ; Και έσειε την κεφαλήν του, ασκεπής με την κόμην ακτένιστον επαναλαμβάνων: — Σου έγεινε ένα πράμα!

Οι Ναπολιτάνοι εθριάμβευον και επευφήμουν και οι Σικελοί έκλιναν δυσθύμως προς τα κάτω την κεφαλήν. Προ της θύρας οινοπωλείου δύο συστρατιώται του, ορθοί επί σκαμνίων, τον επροσκάλεσαν να πίη έν τελευταίον ποτήριον οίνου μετ' αυτών. Δεχθείς προθύμως την πρόσκλησιν ύψωσε το ποτήριον ανακράζων «Εις την υγείαν της Α. Μεγαλειότητος του ενδόξου και αγαθού ημών βασιλέως Φερδινάνδου.

Χαίρω φοβερά δι' αυτό, και από βάθους καρδίας εύχομαι εις τον Θεόν να παρέλθη από της Ελλάδος το ποτήριον τούτο· διότι εντρέπομαι τη αληθεία συλλογιζομένη, πώς θα ξεκαρδισθώσιν οι αναγνώσται της κυρίας F. Ε. Μ. εις βάρος της Ελλάδος, ουδέ παρηγορούμαι σκεπτομένη ότι θα γελάσωσιν ολίγον και εις βάρος της. Δεν τους θέλω τοιούτους φίλους, αδελφή! ας μου λείπουν!

Ήρχισε να κυκλοφορή το ποτήριον της ρακής, και οι ναυπηγοί όλοι και οι περιπατηταί έλεγαν τας συνήθεις ευχάς: Καλορρίζικο! μάλαμα το καρφί τ', καπετάνιο! — Καλό &μπλέξιμο&, καπετάνιο! Οι άλλοι εκάγχασαν· ο ξανθομούστακος πλοίαρχος συνωφρυώθη, ο Τσούρμος ηγέρθη εκ των οπισθίων ποδών και αφήκε φοβεράν υλακήν!

Λοιπόν, την θέλησιν την έχουν όλοι, την δύναμιν όμως ολίγοι. — Και έπειτα; — Και διά τούτο βλέπομεν ότι ολίγοι επιτυγχάνουν εις αυτόν τον κόσμον. — Και είσαι συ εκ των ολίγων; — Εννοείται, αφού έχω τόσα μέσα. — Και τι μέσα έχεις; — Όσα θέλω. Ο Σκούντας έλαβε το ποτήριόν του και το συνέκρουσε με το του συμπότου. Εξεκένωσε δε ο Σκούντας τον οίνον απνευστί. Ο Τρανταχτής μόνον ολίγον έπιεν.