United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τούτοις ο ουράνιος απεσταλμένος διπλώσας τα πτερά του και αποσείσας τους καταπίπτοντας επί του μετώπου του ξανθούς βοστρύχους «Ιωάννα», είπε, προσηλών πύρινον βλέμμα επί της αθλίας Παπίσσης, «η λαμπάς αύτη σοι αναγγέλλει το πυρ το αιώνιον προς τιμωρίαν των ανομημάτων σου, το δε ποτήριον πρόωρον θάνατον και καταισχύνην επί της γης.

Ήτο και ηλικιωμένη τις γυνή εν τη πρώρα, γυρμένη εκεί εις την χαμηλήν κωπαστήν υπό της νυκτός την αποναρκούσαν δρόσον, τρεις δε νεάνιδες με λυτά τα ξανθά μαλλιά των, πραέως ακτινοβολούντα, με βοστρύχους ως χρυσάς δέσμας, εκωπηλάτουν ως άνδρες κανονικώς και ισχυρώς, σπεύδουσαι να φθάσωσιν εις την παραλίαν.

Και τον εύρε τον ένοχον εις τον κοιτώνα του . . . επί της κλίνης του . . . με μίαν σφαίραν εις το κρανίον και με κάτι ωσάν μειδίαμα επί των ωχρών του χειλέων. Η δε Κίρκη; Τις δεν την είδε; τις δεν την βλέπει; Με ανάστημα θεάς, με τους εβενώδεις βοστρύχους, γαλακτώδης εντός των μαύρων της πέπλων, με το βλέμμα δειλόν ενίοτε, αλλ' εξακοντίζον αστραπάς έστιν ότε, απαθής περιέρχεται . . .

Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει· έβλεπε κατά τύχην προς το μέρος όπου ήμην εγώ, κ' εκινείτο εδώ κ' εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα. Ήξευρε καλώς να κολυμβά.

Το καθ' όλα λεπτόν και τρυφερόν εκείνο παιδίον, με την ανεκφράστως επίχαριν και θελκτικήν όψιν, τους βραχείς ελικοειδείς βοστρύχους επί των ανοικτών ωμοπλατών και τους ισχνούς και αδιακόπους κινουμένους βραχίονάς του, μετεμορφώθη εις χονδροκοπημένον αγοροειδές κοράσιον, το αρρενωπόν και ιταμόν του οποίου πρόσωπον εξέφραζε παν άλλο ή την γνωστήν εκείνην αιδήμονα γλυκύτητα και μετριόφρονα χάριν παρθενικής όψεως.

Ίσως είχεν ακούσει τους χαριτοβρύτους εκείνους λόγους οίτινες δυνατόν να ελέχθησαν αυθημερόν. «Δεύτε προς Με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς». Και έλαβε θάρρος επειδή δεν επετιμήθη· και ούτω κατανοήσασα ότι, ό,τι και αν έπραττον οι άλλοι, ο Κύριος δεν την εμίσει ούτε την απεστρέφετο, επλησίασεν εγγύτερον προς Αυτόν, και, κλίνασα τα γόνατα, ήρχισε με τους μακρούς λυτούς βοστρύχους της κόμης της ν' απομάσση τους πόδας τους οποίους είχον υγράνη τα δάκρυά της, και είτα να καλύπτη αυτούς με ασπασμούς, και τέλος, θραύουσα το αλάβαστρον, να καταχέη το πολύτιμον νάρδον επί των ποδών Αυτού.