United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


"Ω, Θεέ μεγαλοδύναμε, μεγάλο θάμα κάνεις, Τέτοιαν πανώρια λυγερή να σέρνη απεθαμμένος!„ Τάκουσε πάλε η λυγερή και ράγισε η καρδιά της· "Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; Πες μου, πουν τα μαλλάκια σου, το πηγουρό μουστάκι;„ "Μεγάλη αρρώστια μ' έβρηκε, μ' έρριξε του θανάτου· Μου πέσαν τα ξανθά μαλλιά, το πηγουρό μουστάκι.„

Όλο το κορμάκι του έκαιγε σαν το καμίνι, το κούτελό του ήτανε σαν πέτρα πυρωμένη απ' τον ήλιο του Θεριστή και τα μεγάλα του ξανθά μαλλιά μοιάζανε σαν φλόγες, που καίγανε αλύπητα τωραίο του κεφάλι. Δίπλα του η Μαρία τον παράστεκε βουβή και πικραμένη.

Και πλιάτσικα με τους σωρούς μαζέψαμε οχ τον κάμπο, πενήντα βοϊδοκόπαδα, προβάτων άλλα τόσα, πενήντα χοίρων, και γιδιών πλατιά κοπάδια ως τόσα, και γλήγορα άλογα ξανθά ως εκατόν πενήντα, 680 όλα φοράδες πούθρεφαν πολλές τους και πουλάρια. Και μες σε μια νυχτιά όλα αφτά τα πήγαμε στην Πύλο ως στο καστρί. Αναγάλλιασε μέσα ο Νηλιάς στα στήθια πούμουνα τόσο τυχερός μόλις σε μάχη βγήκα.

Σ' την σκάλα, πέραν, επωλούσαν μήλα και κάστανα τα ζαγοριανά καΐκια, τα στραβοκάικα, και τα μαγαζειά του χωριού, 'ς την γραμμή, χεροπιασμένα, λες κι' αγνάντευαν το εύμορφο το Ξενιώ, που άσπριζεν επάνω το σπιτάκι της, με μια μανδήλα κάτασπρη εις τα ξανθά μαλλιά της.

Μα η λάμψη του διαμαντιού σκόρπισε όλους τους μαύρους στοχασμούς απ' το μικρό της κεφαλάκι. Σηκώθηκε περήφανη, άναψε τασημένια καντιλλέρια μπροστά στον κρυσταλλένιο καθρέφτη, έβαλε το περήφανο διαμάντι ανάμεσα στα ξανθά της μαλλιά και στάθηκε σα βασίλισσα ανάμεσα στασημένια πολύφωτα. Ώρα πολλή έμεινε σαν άγαλμα, καμαρώνοντας το ασύγκριτο είδωλο μέσα στο αστραφτερό κρύσταλλο.

ΠΟΛ. Θα τα 'πω και αυτά προς εκείνους. ΔΙΟΓ. Αλλά και εις τους ωραίους και δυνατούς να πης, εις τον Μέγιλλον λ. χ. τον Κορίνθιον και τον Δαμόξενον τον παλαιστήν, ότι εδώ ούτε τα ξανθά μαλλιά, ούτε τα λαμπρά ή μαύρα μάτια, ή το ερύθημα του προσώπου υπάρχει πλέον μετά θάνατον, ούτε νεύρα έντονα ή ώμοι δυνατοί, αλλ' όλοι είμεθα μία και η αυτή σκόνη, ως λέγει και η παροιμία, και κρανία γυμνά, από κάθε κάλλος.

Εχόρευον αι τέσσαρες νύμφαι θυγατέρες του, αι τέσσαρες Νεράιδες με τα ξανθά μαλλιά και με τα χρυσά στολίδια, φέρουσαι ως πόρπας εις την χρυσήν ζώνην τα μαλαμμοκαπνισμένα τσαπράκια, δώρα γαμήλια του ευλαβούς του Μοναστηρίου ηγουμένου, όστις ουδέποτε έπαυσε να τας ευλογή και τας μνημονεύη τας εναρέτους αδελφάς.

Ησυχάζοντος λοιπόν αυτή μίαν νύκτα βλέπει εις τον ύπνον της ένα όνειρον, που της εδιαπέρασε την καρδίαν· ενυπνιάσθη αυτή πως της εφαίνονταν έμπροσθέν της ένας νέος μεγαλοπρεπέστατα ενδεδυμένος, του οποίου η ευγενής θεωρία και τα ξανθά του μαλλιά που εκυματούσαν εις τες πλάτες του την εξέπληξαν και εν τω μεταξύ που αυτή τον εστοχάζονταν, αυτός της είπε· «Αχ Κατηγέ, τι στοχάζεσαι εσύ; αλησμόνησες τόσον ογλήγορα την Φατμέ; πιστεύεις τάχα ότι τα εύμορφα στολίδια και φορέματα που έκαμεν ο Δαλήκ, σε εβγάζουν από το χρέος σου να την γυρεύσης; όχι χωρίς αμφιβολίαν· και μάθε ότι δεν ημπορείς να είσαι ευτυχισμένη, αν δεν πηγαίνης να την εύρης εις το νησί της Σουμάτρας· θεώρησέ με, και θέλεις ιδεί εκείνον, που από τον ουρανόν απεφασίσθη άνδρας σου». Και ούτω λέγοντας έγινε άφαντος ο νέος· και η Κατηγέ εξύπνησε έντρομη.

Θυμόταν το γιατρό με τα γυαλάκια του, με τα γενάκια τα ξανθά, γυαλιστερά και μοσχομυρισμένα από πουμάδες και κομμένα κάτω στα ίσα, ολόγυρα στο πλατύ άσπρο πρόσωπο με τα ροδοκόκκινα μαγουλάκια. Τι σαχλός που ήτον! Κ’ έκανε και το νόστιμο· κι όλο γελούσε για να φαίνονται τα δόντια του· κι όλο ακκουμπούσε στο μπαστούνι του με την ασημένια γοργόνα για να δείχνη τα παχουλά του τα χέρια.

Και ήρχιζε τότε η μήτηρ, βλέπουσα τα σειόμενα βρύα υπό του ρεύματος, να διηγήται προς τας θυγατέρας τον περί Νεράιδων μύθον, καλλωπίζουσα αυτόν κομψώς διά της αφελούς φαντασίας της: — Αι Αναράιδες ήτανε ώμορφες γυναίκες, μα πολύ ώμορφες. Ψηλές, λιγνές, κάτασπρες, ροδοκόκκινες, με ξανθά μαλλιά, κ' ετραγωδούσαν εις τα ρεύματα σαν αηδόνια κ' εχόρευον ελαφρές σαν αέρας, καλή ώρα σαν εσάς.