United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι εγκάτοικοι αυτού του νησιού εκστατικοί εις το να βλέπουν την στεναχωρημένην ζωήν που αυτή απερνούσε, δεν έκαναν άλλο παρά να μιλούν εις κάθε τόπον δι' αυτήν, και διά τες αρετές της, διά τα οποία την εστοχάζονταν ωσάν μίαν αγίαν.

Αυτές οι σκλάβες ήτον ομοίως ξέσκεπες και με όλον που ήτον πολλά ωραίες, η βασιλοπούλα έλαμπε αναμέσον αυτών ωσάν ο ήλιος εις το μέσον των αστέρων, ώστε που όλος ο λαός δεν έρριχνε τα μάτια του εις καμμίαν από τες σκλάβες, παρά μόνον εις αυτήν· και καθένας είχε την επιθυμίαν διά να την ιδή από σιμά· όθεν εκαταπλακώνονταν και εκτυπιώνταν ποίος να πλησιάση σιμώτερα προς αυτήν οι δε στρατιώται που την εσυντρόφευαν ματαίως εκοπίαζαν να αποδιώχνουν τον λαόν, που έπασχε να πλησιάση προς αυτήν, και άλλους μεν έδερναν, άλλους εκατατζάκιζαν, και πολλούς απ' αυτούς εφόνευαν διά να τους ξεμακρύνουν· μα οι περισσότεροι δεν εστοχάζονταν διά το ουδέν τους δαρμούς, ομού και τον θάνατον, έχοντας εις καύχησιν οι τρελλοί να αποθάνουν εμπρός εις τα μάτια της ωραίας βασιλοπούλας.

Κι όταν πια άρχιζε να νυχτώνη, ο Εύδρομος τους έφερνε είδηση, ότι ο γέρος αφέντης τους θα φτάση ύστερ' από τρεις μέρες· το παιδί του όμως θάρθη αύριο. @Εστοχάζονταν λοιπόν τα όσα είχανε γίνει και τάλεγαν και στον Εύδρομο.

Οι πτωχοί ταξειδιαρέοι έστεκαν με φόβον μη ηξεύροντας που έχει να τελειώση μία εξέτασις τόσον ξεχωριστή· το τέλος εστάθη διαφορετικόν από εκείνο που εστοχάζονταν. Οι εξεταχτάδες έβαλαν ξεχωριστά εκείνους, που ήτον γεροντοποιοί, και εφαίνονταν πως θα τους έδειχναν κάποιαν επιμέλειαν και ευγένειαν.

Η Κατηγέ εις αυτά τα λόγια της αδελφής της δεν ετόλμησε να της αντισταθή, την οποίαν την εστοχάζονταν ωσάν μητέρα και έμεινεν εκεί εναντίον εις την θέλησίν της. Ως τόσον η Φατμέ παίρνοντας όλα τα σκουτιά, που ήτον εις δύο κανίστρες εμίσευσε μα αντί να ξαναγυρίση ευθύς καθώς έταξε, δεν εφάνη να έλθη όλον το επίλοιπον της ημέρας.

Η Κατηγέ επάνω εις αυτόν τον λόγον, ερχόμενον εις την ενθύμησίν της το όνειρον που είδεν εστοχάζονταν τον γέροντα με θαυμασμόν, και αγροικούσεν έσωθέν της, ότι η διήγησίς του άρχινούσε να την υποχρεώνη και να την κάνη να στέκεται με περισσότερη προσοχή να τον ακούη.

Όλες οι σκλάβες που εστοχάζονταν να είνε στολισμένες με άκραν ωραιότητα, έμειναν παραιτημένες από τον βασιλέα, και γεμάτες από φθόνον εναντίον μου, δεν έλειψαν με κάθε τρόπον να πασχίσουν διά να με βγάλουν από την αγάπην του βασιλέως, μα εγώ εφέρθηκα τόσον καλά, που έκαμα και δεν έλαβαν το ποθούμενον· αλλά με όλες τούτες τες τιμές και χάρες εγώ δεν είμαι ευχαριστημένη με την τύχην· επειδή και με κανένα τρόπον δεν ημπορώ να λάβω αγάπην προς τον βασιλέα· και με όλον που αυτός πάσχει διά να κερδίση την αγάπην μου, τόσον περισσότερον μισητός μου γίνεται· μα πρέπει να ομολογήσω την αλήθειαν ότι αυτός είνε ένας βασιλέας πολλά εύμορφος, γλυκύς και καλής καρδιάς· και εις τούτο δεν ηξεύρω τι να ειπώ διά το αίτιον, που με κανένα τρόπον δεν ημπόρεσα να λάβω κλίσιν προς αυτόν ή η αγάπη δεν στέκει εις ημάς ή η αγάπη μου εφυλάττονταν διά εσένα· επειδή και ευθύς που σε είδα, με όλον που σε ωνείδισα, η καρδιά μου όμως είχε λαβωθή διά εσένα· και ημπορώ να ειπώ πώς εσύ είσαι ο πρώτος άνθρωπος, που εις όλην μου την ζωήν αγάπησα.

Αυτός ευθύς έπεσεν εις τους πόδας μου, και φιλώντας τους μου έκανε μεγάλες ευχαρίστησες· εγώ τον εσήκωσα και του εφίλησα το μέτωπον· έπειτα του είπα· ημπορούσες ποτέ να στοχασθής ότι εγώ να μη σε συντρέξω με την βοήθειάν μου εις την ανάγκην, εις την οποίαν διά την αγάπην μου ήσουν; επαίδευσα τον αυθάδη Κασέμ, ο οποίος εστοχάζονταν να κυριεύση το βασίλειόν σου, και να αρπάξη την Σχυρίναν διά να την βάλη εις τον αριθμόν από τες σκλάβες του.

Δεν μου έκανε αυτός ετούτο το πρόβλημα διά άλλο, παρά διατί είχε το σεκρέτο να κατασκευάζη κάποια χάπια, που ένα μόνον από αυτά έφθανε να ζωοτροφήση έναν άνθρωπον μίαν ακέραιαν ημέραν ώστε που παίρνοντας αυτός τόσα, όσες ήσαν οι ημέρες, που έπρεπε να κάμωμεν εις το ταξείδι, ήτον βέβαιος ότι να μη πεινάση· εστοχάζονταν με αυτό να δεχθή πλέον επιτήδειος από εμένα, και δεν το επίστευεν ότι εγώ θα δεχθώ αυτό το πρόβλημα που μου έκανε· μα εγώ γνωρίζοντας τον στοχασμόν του τού εδέχθηκα το πρόβλημα, πώς να ταξειδεύσωμεν χωρίς να φάμε.

Εστοχάζονταν εκείνο, όχι διά ένα όνειρον, μα διά μίαν έκστασιν και σηκωνώμενη με απόφασιν διά να κάμη αυτό το ταξείδι που εις τον ύπνον είδεν, επήγε και ηύρε τον Δαλήκ, και του εδιηγήθη το όνειρον λέγοντάς του, πως εξ αποφάσεως θέλει να μισεύση· διά να μη την παρακούση, έκλινε να της κάμη το θέλημα, και επήγεν εις τον γιαλόν, και ηύρεν ένα καράβι, που εις δύο ημέρας ήθελε να μισεύση δι' αυτό το νησί, και εσυμβιβάσθη με τον καραβοκύρην διά να τους φέρη εκεί.