United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν οι Τούρκοι δεν έπαιρναν την Πόλη, η δημοτική θα είταν πια σήμερα κλασσική γλώσσα. Η κρητική φιλολογία, που αρχινούσε τότες να λουλουδιάζη, έπεσε άμα έπεσε κ' η Κρήτη στου Τούρκου τα χέρια. Ο λαός μας όμως, ο αθάνατός μας ο λαός, δεν ξεχνούσε τη γλώσσα του· την είχε και τη φύλαγε, τη βαστούσε στα σωθικά του μέσα. Ποιος μπορούσε να μας την πάρη; Δεν της έλειπε μήτε δύναμη μήτε ζωή.

Στο μεσαιώνα αρχινούσε η φιλολογία μας να λουλουδιάζη· αν της αρχαίας η μίμηση δεν την είχε πλακώσει κατόπι, — θέλω να πω στα δικά μας τα χρόνια — , από του Πρόδρομου και του Σπανέα τους στίχους θάβγαινε μια ποίηση νέα, σαν που βγήκαν από την άμορφη γλώσσα της μεσαιωνικής Γαλλίας τόσα έργα που απορεί σήμερα ο νους μας.

Μα εφτύς το χαραμέρι μόλις θωρούσε χρύσωνε τη θάλασσα τους άμμους, κι' έζεβε τότες τ' άλογα στ' αμάξι, κι' από πίσω τον Έχτορα έδενε κι' εφτύς ναν τον τραβά αρχινούσε. 15 Και κύκλω αφού τον έσερνε στον τάφο του Πατρόκλου τρεις γύρους, τότε ησύχαζε μες στην καλύβα πάλι και προύμτα, το νεκρό στρωτό παράταε μες στις σκόνες. 18

Οι Γότθοι ως τόσο, γυμνασμένοι τώρα στην καβάλλα από τις βορεινές πεδιάδες τους, δεν πολεμούσαν πια πεζοί καθώς πρώτα, μάλιστα το θαρρούσαν και πρόστυχο. Τους βρήκε ο Βάλεντας κλεισμένους μέσα σε πρόχειρο τοιχογύρισμα. Εκεί που τους χτυπούσε κατάστηθα, έρχεται από δίπλα τους μεγάλο Γοτθικό ιππικό, απομακρυσμένο ως την ώρα με το να μη γνώριζε πως αρχινούσε ο πόλεμος.

Η Κατηγέ επάνω εις αυτόν τον λόγον, ερχόμενον εις την ενθύμησίν της το όνειρον που είδεν εστοχάζονταν τον γέροντα με θαυμασμόν, και αγροικούσεν έσωθέν της, ότι η διήγησίς του άρχινούσε να την υποχρεώνη και να την κάνη να στέκεται με περισσότερη προσοχή να τον ακούη.

Εκείνο που κάπως αξίζει για τα μας είναι να δούμε τι λογής άνθρωποι είταν οι Ούννοι, που από τον τρίτο αιώνα αρχινούσε και βούηζε τόνομά τους στη γειτονιά της Ευρώπης. Σωστοί αγριάνθρωποι, και κάπως παρόμοιοι με τους Κόκκινους Ιντούς της Αμερικής. Γεννημένοι, μπορεί να πης, απάνω στάλογο· σκληρόκαρδοι, φοβεροί, θεριά μονάχα.

Τι γυναίκα του θα πήτε σα δύστροπη· μα το κορίτσι είχε πάρει από τον πατέρα κι όχι από τη μάννα. Όλη του λοιπόν η αγάπη στη Σμαράγδα του καταστάλαξε. Όσο για τη μάννα της την Αμερισούδα, για λόγου της άλλο δεν είχε παρά μαριόλικο χαμογέλοιο κάθε φορά που αρχινούσε λογομαχητά, πότε με παρακόρες, πότε με γειτόνισσες, και κάποτες και με τη μικρή.