United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σα να πίστευε πως βάδιζε προς κάποια μεγάλη ευτυχία, τόσο έλαμπε η όψη της καθρεφτίζοντας το ζωντανό αίστημα, που έδενε μαζί εκείνο που υπήρξε με κείνο που υπήρχε. Και μου πέρασε στην ψυχή ένα τόσο θλιβερό συναίστημα με την ιδέα πως μπορούσε ναληθέψη η προαίστησή μου, ώστε μου ήταν αδύνατο να κρατήσω τους στοχασμούς μου. — Είσαι βέβαιη πως θα είναι, όπως το περιμένεις; ρώτησα.

Εντεύθεν οι Εβραίοι είχον την παροιμίαν ότι ο Σαμμαΐ έδενε και ο Ιλλήλ έλυε. Ο Σαμμαΐ είχεν ηθικώς δίκαιον και εξηγητικώς άδικον· ο Ιλλήλ εξηγητικώς δίκαιον και ηθικώς άδικον.

Να υπήρχε τάχα μέσα και σε κείνον, αν και δεν μπορούσε να το εκφράση, κάτι σαν προαίστηση πως δεν είτανε γι' αυτόν τον κόσμο; Να τον έδενε τάχα και κείνον αυτή η προαίστηση περσότερο με τη μητέρα του, που έκρυβε κάτω από την ευτυχία της το ίδιο αίστημα; Ποιος μπορεί να δώση μιαν απάντηση σ' αυτό; Ή ποιος μπορεί να δοκιμάση να τη δώση; Κανείς. Μόνο η σιωπή σαλεύει απάνω από ανθοφορτωμένους τάφους.

Το κίτρινο κορδελάκι, που δεν εμπόδισε να περάσει η γη τους σε άλλα χέρια και τη διένεξη να την κερδίσουν οι αντίπαλοι, έδενε με τα άλλα νεκρά χαρτιά και ένα γράμμα που η Νοέμι, κάθε φορά που σήκωνε το μικρό πανέρι, το κοίταζε, όπως κοιτάζει κανείς από την ακτή το πτώμα ενός ναυαγού που το σπρώχνει ελαφρά το κύμα. Ήταν το γράμμα της Λία μετά την φυγή της.

Τους έδενε καλά μες το προάβλιο· μπρος στα μάτια των άλλων καταδίκων, που έβλεπαν με θυμό πολύ και με αγανάχτηση μεγάλη μες από τους φεγγίτες τους πλεχτούς· τους πισταγκώνιαζε καλά. Εμούσκεβε ένα χοντρό, διπλό σκοινί μες το νερό· το έστρυφτε καλά, κ' επρόσταζε έναν, ένα τους φαντάρους·Πελέκα τουν, ουρέ βλαμ! Όντας αποστάκ'ς, σου βουητάω κ' ιγώ !...

Δεν μου λέγεις ποίος είναι ο ισχυρότερος δεσμός δι' οποιονδήποτε ζώον, διά να μένη οπουδήποτε, η ανάγκη, ή η επιθυμία; Ερμογένης. Πολύ ανωτέρα είναι, καλέ Σωκράτη, η επιθυμία. Σωκράτης. Λοιπόν φρονείς ότι δεν θα έφευγαν πολλοί από τον Άδην, εάν αυτός δεν έδενε με τον ισχυρότερον δεσμόν εκείνους οι οποίοι πηγαίνουν εις το μέρος του; Ερμογένης. Και βέβαια. Σωκράτης.

Σιγάσιγά σκέβρωσε κι' αυτό, λίγυσε και κουλούριασε, σαν να ήθελε μοναχό του να γίνη πιο περιποιητικό και να στηρίζη πιο βολικά το σακάτικο κορμί της κυράς του. Έτσι μιαν ανθρώπινη αγάπη έλεγες πως έδενε το ξύλο με τον άνθρωπο. Η γρηάΔροσούλα μέσα στη δυστυχία της ξέχασε με τον καιρό όλα ταγαπημένα της, που της πήρε ο χάρος κι' ο καιρός, κ' είχε μόνη παρηγοριά κ' ελπίδα το πονετικό ξύλο.

Ενώ εσήκωνε και έδενε τα κλήματα εις τους στύλους, επλησίασε το ερπετόν και τον εδάγκωσε εις τον μεγάλον δάχτυλον και αυτό μεν επρόφθασε και εκρύβη πάλιν, ο δε αμπελουργός ήρχισε να φωνάζη από τρομερούς πόνους.

Μα εφτύς το χαραμέρι μόλις θωρούσε χρύσωνε τη θάλασσα τους άμμους, κι' έζεβε τότες τ' άλογα στ' αμάξι, κι' από πίσω τον Έχτορα έδενε κι' εφτύς ναν τον τραβά αρχινούσε. 15 Και κύκλω αφού τον έσερνε στον τάφο του Πατρόκλου τρεις γύρους, τότε ησύχαζε μες στην καλύβα πάλι και προύμτα, το νεκρό στρωτό παράταε μες στις σκόνες. 18

Κάτω στα νερά μονοπάτι φιδωτό έδενε τ' αντίθετ' ακρογιάλια, σαν να εμαρμάρωσε πλοίο παραμυθιού τη γραμμή του πίσω, είτε θαλασσινοί Θεοί εχάραξαν εκεί σύνορο στα υγρά κράτη τους. Μα εγώ ούτε το σύνορο ούτε τα ρέματα έβλεπα. Εξακολουθούσα πάντα να προσθέτω με τον κόχυλα και την καμπάνα μου βουή και κλάγγασμα στον αλλαλαγμόν εκείνον και τον θρήνο. — Μπου!... μπου!... Νταγκ!... νταγκνταγκ!...