United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάτω στα νερά μονοπάτι φιδωτό έδενε τ' αντίθετ' ακρογιάλια, σαν να εμαρμάρωσε πλοίο παραμυθιού τη γραμμή του πίσω, είτε θαλασσινοί Θεοί εχάραξαν εκεί σύνορο στα υγρά κράτη τους. Μα εγώ ούτε το σύνορο ούτε τα ρέματα έβλεπα. Εξακολουθούσα πάντα να προσθέτω με τον κόχυλα και την καμπάνα μου βουή και κλάγγασμα στον αλλαλαγμόν εκείνον και τον θρήνο. — Μπου!... μπου!... Νταγκ!... νταγκνταγκ!...

Έτσι, ναι. . . Με δυνατή φωνή θα τρέξετε και θρήνο βουερό και μέσα στο δωμάτιο του Καίσαρα θα μπήτε. «Η Ευνίκη», θα του πήτε, «το ασημένιο γυιάλινο κουτί, όπου φυλαγμένο έχει το φαρμακερό το φείδι, προσπαθεί ν' ανοίξη. Τρέξε και σώσε την. Προτού την 'γγίξη το δόντι το θανατερό του σερπετού». . . Σταθήτε! Όταν διατάξω, μπήγετε της φωνές και τρέχετε στου Σεβαστού την κάμαρη.

Πιο ευχάριστο είναι ωστόσο να πάρουμε τώρ' αυτή δα την περιγραφή του «Κεφάλου και της Πρόκριδος » του Giulio Romano : «Πρέπει να διαβάσουμε το θρήνο του Μόσχου για το Βίωνα, το γλυκό βοσκό, προτού να κυττάξουμε τούτη την εικόνα, ή να σπουδάσουμε πρώτα την εικόνα σαν προετοιμασία για το θρήνο. Τις ίδιες σχεδόν μορφές έχομε και στα δυο.

Ύστερα σαν τέλειωσε το σκοπό στο μπουζούκι, τον πήρε με το στόμα. Άρχισε μ' ένα αμάν βαθύ, που πετιώνταν σαν ατμός από βρασμένο νερό έξω από τα χείλη του, μ' ένα αμάν πόσχιζε με θρήνο, με παράπονο τη νύχτα μακριά, ενώ με το μπουζούκι του κρατούσε κομπανιαμέντο.

Μανία σκοτωμού κ' αιμάτου δίψα εκυρίευε καθένα που επλησίαζε σ' εκείνη τη σπηλιά, λέγεις και άχνιζε γύρω του Κάη ο αψύς θυμός, είτε την είχεν η Έρις οριστική κατοικία της. Οι ναύτες με τα στυλέτα θρήνο έκαναν· οι σκλάβοι που δεν είχαν στυλέτα, εσήκωναν τις βαρειές αλυσίδες και με την πρώτη άνοιγαν βαθύν τον τάφο του εχθρού τους.

— Τ' είνε, κόρη μου; την ρώτησε η γερόντισσα ξαφνισμένη από το θρήνο της. Η Ελπίδα συνήρθε αμέσως και μάσησε τα λόγια της. Δεν ήθελε να ειπή το στοχασμό της και να την λυπήση περισσότερο. — Τα πόδια σου, Κυρά μου, τα πόδια σου είνε καταματωμένα! είπε μ' αναφυλλητό. Ποιος τόλπιζε τέτοιο κακό στου Μορφόπουλου τη γυναίκα! ποιος τόλπιζε!..

Μαύρος, θεοσκότεινος, επέταξεν από τον Τσικνιά ο χιονιάς με άγριες φωνές και φτεροκοπήματα κ' έκαμε το λιμάνι μαλλιάκουβάρια. Εκεί ν' ακούσης τη σαλαλοή και τον θρήνο. Σίδερα εβροντούσαν, ξύλα ετρίζανε, φωνές αντηχούσαν και αλυχτήματα. Έκανες εδώ· τοίχος έπεφτε κ' εγκρεμιζόταν. Άκουες εκεί· λεύκες έγερναν ξεριζωμένες.