Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Κανένας δε με κρατάει. Αχ! Πνίγομαι. Πνίγομαι. ΜΙΣΤΡΑΣ — Μπάρμ-Αργύρη, γλήγορα, για το Θεό, τρέξε. Στην κάμαρά μου, απάνω στο γραφείο μου είναι ένα κουτάκι, ένα μπουκαλάκι. Φέρτα γρήγορα! Τρέχα! Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Δυστυχία μου, δυστυχία μου! Δεν είναι τίποτα Τάσσο! Η αγγίνα σου. Ησύχασε. Θα περάση . . . Τώρα θα σου κάνω εγώ ό,τι πρέπει. ΦΛΕΡΗΣ — Τη Λέλα! Θέλω να ιδώ τη Λέλα. ΜΙΣΤΡΑΣ — Η Δώρα!
Αν ίσως αγαπάς πολύ, κι’ αν ίσως είσαι κι’ άξιος Και δεν φοβάσαι τίποτε στον κόσμο τον απάνω, Τρέξε, μη χάνης μια στιγμή, και φέρε μου όσα σου είπα. Άμ’ άκουσε της Μάγισσας αυτά τα λόγια ο Γιάννος, Της είπε με βραχνή φωνή και σουφρωμένα φρείδια: — Την αγαπώ παραπολύ και λυόνω, σαν το χιόνι, Που το χτυπάει ζεστή νοτιά, κι’ ήλιος γλυκός το δέρνει. Ποτέ μου δεν εδείλιασα κι’ είμαι άξιος και παράξιος.
Άρχισε να τρέχη έξαφνα ακράτητη, σα νάχε κάμη φτερά, μέσα στα γρασίδια. . . . Έσκυβε κ' έκοβε ένα λουλούδι και πάλι σηκωνότανε γλήγορα κ’ έτρεχε και ξανάσκυβε παρακάτω, σα να την έστελνε τόνα λουλούδι στάλλο με μαντάτα, ή λες και φοβότανε μήπως φύγουν από 'κει που στέκονταν ή μαραθούν-και δεν τα προφθάση. . . Ο Νίκος ερχόνταν αποπίσω με το βήμα ανοιχτό, κρυφοπηδούμενο, με το πρόσωπο σαν ανθισμένο από μίαν ευτυχία πούχε ξεσκάσει μονομιάς απ’ όλα τα μπουμπούκια: κάθε τόσο, άθελα το κορμί του έκανε μπροστά να τρέξη μαζί με τη Λιόλια, να πάη κοντά της-μα πάλι σιγάλευε τα βήματτα του λες και τα βάραινε η πολλή χαρά Τρέχε, κοριτσάκι! τρέχε ! και σκύβε βαθιά στο χώμα και μάζευε τα λουλούδια της χαράς σου, μήπως και σου μαραθούν και δεν τα προφθάσης!. . . Και πάλι τρέξε ! Σε κυνηγά η μοίρα σου· κ' εκεί που πας τρέχοντας, πάλι θα τηνέ βρης να σε περιμένη. . . Αχ, η μοίρα των κοριτσιών! αλάλητη ευτυχία είναι ή χαλασμός ;-ή και τα δυο μαζί !. . . Κόβε λουλούδια, κοριτσάκι, κόκκινα λουλούδια σαν το αίμα των παρθένων και σα χείλια που τα ματώνουν τα φιλιά ! Μάζευε κίτρινα άστρα σαν τουρανού, γιατί σε λίγο η ψυχή σου θα γίνη ουρανός κι αυτά θα τη φωτίσουνε!
ΜΕΝΕΛΑΟΣ Σου σπάζω την κεφαλήν δι αυτής μου της ράβδου. ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Σπάσε την. Είναι τιμή ν' αποθνήσκη τις υπέρ του κυρίου του. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Άφες το γράμμα, σου λέγω. Οι δούλοι πρέπει να λέγωσιν ολίγα. Τρέξε, κύριε μου. Επετέθη κατ' εμού βιαίως ο Μενέλαος και μου ήρπασε την επιστολήν σου από τας χείρας μου, κωφός εις τα δίκαια παράπονά μου. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ
— Μα πού είναι; . . . Στο χωράφι, είπες; Και τι κάνει;. . Ποιος να τρέξη, χριστιανή μου, ως εκεί;. . . Συ είσαι άρρωστη γυναίκα . . . Γιάννη! . . . Πού είσαι, Γιάννη; Τέλος ηκούσθη φωνή, πέραν του ακρινού φράκτου, από την εσχατιάν ερχομένη. — Τι είναι; . . . Ποιος φωνάζει; — Τρέξε, Γιάννη! . . . Τα κορίτσια πνιγήκανε! έκραξε με μέγαν κόπον η άρρωστη γυνή. Μετά έν λεπτόν έφθασε τρέχων ο Γιάννης.
— Σύρε να ιδής τον αδερφό σου . . . σε θέλει. Ο Στάθης ήτον πλαγιασμένος, επήρε έναν ύπνον, και αργοπόρησε. Μετ' ολίγον η Ασημήνα, έτρεξε κ' εφώναξε την νύμφην της· — Γερακίνα, πού είν' ο Στάθης; Μην κοιμάται; . . . Δεν είνε καλά ο Θανάσης· πες του να φθάση γλήγορα! Ολίγω ύστερον, ήλθεν η Μαργαρώ, η άλλη ύπανδρος αδελφή. — Στάθη! τρέξε γλήγορα! . . . πεθαίνει ο Θανάσης! . . .
Σύρε το λοιπόν, μου είπεν όλος θυμωμένος, τρέξε εις τον αφανισμόν σου, επειδή και δεν θέλεις να ακολουθήσης τες νουθεσίες μου. Μίαν στιγμήν υστερώτερα αφού και άφησα τον ιμάμην, ήκουσα έναν τελάλην που εφώναζε, πως η Ρετζία παίζει το κοντάρι, και πως όποιος είναι αστόχαστος ας υπάγη να την ιδή, και το φταίξιμον θέλει είναι ιδικόν του διά το κακόν που θέλει του τύχει.
Εμπρός λοιπόν, λάβε το γράμμα τούτο και τρέξε εις το Άργος. Θα σου είπω ό,τι περιέχει, διότι συ είσαι πιστός θεράπων και της γυναικός μου και του οίκου μου. ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και πρέπει να μοι τα ειπής διά να τη ομιλήσω συμφώνως προς το γράμμα σου.
Αυτοί εφέρθηκαν προς εμέ ως πειραταί γενναίοι· αλλά ήξευραν τι έκαμναν· εγώ θα τους ευεργετήσω. Κάμε να λάβη ο Βασιλέας τα γράμ- ματά μου, και συ τρέξε προς εμέ με όσην σπουδήν ήθελε φεύγης από τον θάνατον. Έχω να σου προφέρω λόγια οπού άμα τ' ακούσης θα μείνης άλαλος, και μ' όλον τούτο είναι πολύ ελαφρά, αν συγκριθούν με το βάρος της υποθέσεως.
Ο Στάθης είχε σηκωθή, κ' ενίπτετο, κ' εκτενίζετο, κι' αργοπορούσε . . . Ευθύς κατόπιν, έφθασε μία θεία. — Στάθη! έλα γλήγορα! . . . σε γυρεύει ο Θανάσης! . . . την ψυχή στα δόντια! . . . Τελευταίος, και πάλιν ήλθεν ο γέρο-Στεφανής. — Τρέξε γλήγορα! . . . τον αδελφό σου τον μεταλαβαίνουνε. Τέλος εξεκίνησεν ο Στάθης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν