United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες σηκώθηκε ο γοργός γιος του Πηλέα κι' είπε «Δία πατέρα, ω τι βαριά στον κόσμο μας τυφλώνεις! 270 Ειδέ ποτές τα σπλάχνα μου δε θ' άναβε στα στήθια τόσο βαθιά τ' Ατρέα ο γιος, ούτε τη νια άθελά μου δε θάπαιρνε απ' τα χέρια μου, μα νά, ο μεγάλος Δίας, να πέσουν ίσως ήθελε πολλά μας παλικάρια. Τώρα να φάτε σύρτε πια για ν' αρχινούμε μάχη275

Μα το πλεούμενο αρμένιζε σα να είχε δική του ψυχή και δική του κυβέρνια. Μην είνε τάχα το μαγεμένο καράβι πώρχεται να πάρη άθελα το βασιλόπουλο και να κάμη χήρα την Πεντάμορφη ; Εκείνη τ' αγναντεύει από το παραθύρι κ' η θλίψη φυτρώνει σαν τσουκνίδα στην καρδιά της. Το βασιλόπουλο μπήκε σε πειρασμό· θέλει να κατεβή για να μάθη το μυστικό του καραβιού.

Τι, δυνατός γιατί είναι, θα μ' ορίζει 185 με ζόρι εμένα κι' άθελα, που εγώ 'μαι ισόβαθμός του; Τι είμαστε τρία αδέρφια εμείς, του Κρόνου οι γιοι απ' τη Ρέα, εγώ κ' ο Δίας κι' έπειτα ο νεκρορήγας Άδης.

Η Ρώσσα είναι μάζα που δεν έπηξε. Μπορεί να γίνεται μονομιάς ό,τι θέλεις, θρήσκα, άθεη, συντηρητική, επαναστάτρια, κοιμισμένη, ριζοσπαστική, φουριόζα. Μπορεί, μόλις αγναντέψει κάποιον, να τον ερωτευτεί, και μόλις απαντήσει κάποιον άλλο, να ξαπολύκει τον πρώτο και μονοστιγμίς να ερωτευτεί το δεύτερο. Ό,τι έχει μέσα της το βγάζει, στο φόρο, ή, καλλίτερα, βγαίνει μονάχο του, άθελα.

Άθελα η Ελπίδα θυμήθηκε τον Αριστόδημο κ' η μελαγχολία σαν κύμα νεκροθάλασσας πλάκωσε την ψυχή της. «Τι κατάρα έπεσε ξαφνικά στο σπίτι της! σκέφτηκε. Η μήτρα η καμωμένη από του θεού το χέρι για να γεννά θεόκορμα και δυνατά παιδιά, γιατί τάχα κατάντησε να γεννά ξεθεώματα;» — Αχ, Κυρά μου, τι κακό είνε τούτο! τι κακό! είπε αρχίζοντας τα δάκρυα.

Άθελα θυμήθηκε το κρανίο που ηύρε την αυγή σε μια σαρκοφάγο· ένα κρανίο γυμνό και άδειο με το γέλοιο στα δόντια του. Προχώρησε στην πόρτα, χτύπησε, την έσπρωξε δυο τρεις φορές· μα η πόρτα έμεινε σφαλιστή. Κύτταξε τριγύρω του χωρίς να ξέρη τι γυρεύει κ' είδε άξαφνα το κλειδί σε μιαν άκρη. Κ' εκείνο είχε κάποιο γέλοιο απάνω του.

Να το λοιπόν το σημάδι: η κοινότητα που γεννιέται άθελα και ατόφεια, χωρίς να ρωτήσει κανένα νόμο, φυτρώνει, φουντώνει, καταστρατηγεί το νόμο, και ζει και βασιλεύει.

Κι' όπως από μαντρί βοδιών ξανθότριχο λιοντάρι, διώχνουν σκυλιά και χωριανοί που ξάγρυπνοι όλη νύχτα 549 φρουρούν, κι' εκείνο θέλοντας να φάει βοϊδήσο πάχος 551 χοιμάει, μα δίχως όφελος, τι απ' αντριωμένα χέρια όπλα πολλά του πέφτουνε και κούτσουρα αναμένα στα μάτια ομπρός, που μ' όλη του την προθυμιά το σκιάζουν και πια αλαργέβει την αβγή με σπλάχνα πικραμένα· 555 τότε έτσι ο Αίας έφεβγε με στήθια πικραμένα πολλά άθελα, γιατί έτρεμε μην πάθουν τα καράβια.

ΙΩΝ Αν είν' αυτό αληθινό, είνε γλυκό για μένα. ΚΡΕΟΥΣΑ Με σπάργανα παρθενικά σε τύλιξα, υφασμένα απ' τον δικό μου αργαλειό• δεν σου 'δωσα το γάλα, στο στήθος μου δεν σ' έθρεψα, λουτρό δεν σου χω κάμη• μέσαερημική σπηληά έρημο σε είχα αφήση, στα όρνια τάγρια τροφή, στον άδη να σε στείλω. ΙΩΝ Τι φοβερά που το 'καμες, μητέρα μου. ΚΡΕΟΥΣΑ Ο φόβος, να σε σκοτώσω άθελα, παιδί μου, με είχε κάμη.

Κ' εστύλωσε μάτια θυμωμένα στον φοβερό μπαλντά που ήταν δίπλα στον αργάτη με τέτοια έκφρασι, που επίστεψα πως το κατάρατο σύνεργο εσερνόταν άθελα να πέση στα χέρια του. Από την ώρα εκείνη έδιωξα κάθε δισταγμό. Ο Κεφαλλωνίτης ήταν αδύνατο να μη μας κάμη δουλειές στο καράβι. Και τις έκαμε αλήθεια. Τις έκαμε γρηγορώτερα και φοβερώτερα απ' ό,τι εφανταζόμουν.