United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συμπάθησέ με, Ελπίδα, συμπάθησέ με· είπε με θλιμμένη φωνή. Δεν ήθελα να δείξω άλλο από το θαυμασμό μου. Το θαυμασμό μου σε σένα και στο έργο σου. Έλα, κάτσε κοντά μου κ' έχω κάτι να σου μιλήσω ακόμα. Έλα, να ζήσης ... — Τι θες ; είπεν η κόρη πισωγυρίζοντας. — Πες μου σε παρακαλώ. Μα θα μου ειπής την αλήθεια; — Γιατί όχι; Εγώ ψέματα δεν έμαθα. Η αλήθεια είνε το μοναχό στολίδι μου.

Ο Πανάγος ωνόμαζε τέσσαρας απεχούσας αλλήλων κορυφάς της νήσου. Ο πάπα-Φραγκούλης επανέλαβεν ερωτηματικώς·Κι απ' τη θάλασσα, μάστρο-Πανάγο; — Απ' τη θάλασσα, παπά, τα ίδια και χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτούνα, κιαμέτ. Όλο και φρεσκάρει. Ξίδι μοναχό. Πού μπορείς να ξεμυτίσης έξ' απ' το λιμάνι κατά τ' Ασπρόνησο! — Από Σοφράν, το ξέρω, Πανάγο, μα από Σταβέτ;

Τέτοια εργασία δεν έγινε και πρέπει να γίνη. Μάλιστα για τις γλωσσολογικές μελέτες, ή, να το πούμε καλήτερα, για τη γλωσσολογική φιλοσοφία, τα μεσαιωνικά κείμενα, σε κάθε γλώσσαας είναι γαλλικά, γερμανικά, γραικικά, — έχουν πολύ πιώτερη αξία για την επιστήμη παρά τα κείμενα ταρχαία. Μοναχό του φαίνεται το πράμα.

«Κι όταν μονάχο τον ιδής γνέψε του να σιμώση, και πες του πως τονε καλώ και φέρε τον στο σπίτι». Έτσ' είπαμε' κ' επήγε αυτή και μούφερε το Δέλφι, κ' εγώ μόλις τον ένοιωσα κ' εγώ μόλις τον είδα να διασκελίζη ανάλαφρα της πόρτας το κατώφλι,

Παρατήρησε το θυμό της ο τρελλός κ' είπε: «Βασίλισσα Ιζόλδη, δε θυμάσαι τότε που, μισοπεθαμμένος από το φαρμακωμένο σπαθί του Μόρχολτ, περνώντας τη θάλασσα, με την άρπα μου μοναχό σύντροφο, ήρθα μέχρι τ' ακρογυάλια σας, της Ιρλανδίας; Μ' εγιατρέψατε. Δε θυμόσαστε πεια, Βασίλισσα;» Η Ιζόλδη απάντησε; «Φύγε από δω, τρελλέ, ούτε τ' αστεία σου μ' αρέσουνε ούτε συ ο ίδιος».

Καθήσαμε και οι τρεις στις στρωμένες χοντρές ψάθες, ο σύντροφός μου ο μηχανικός, καμιά σαρανταριά χρόνων άνθρωπος, πάντα χωρατατζής, πάντα ακούραστος στο κυνήγι και στο γλέντι, ο δούλος του, μια γροθιά ανθρωπάκι, με δυο ματάκια σαν κουκούτσια από ελιά, αλλά σκυλί μονάχο, κυνηγός με τ' όνομα, κι εγώ.

Σιγάσιγά σκέβρωσε κι' αυτό, λίγυσε και κουλούριασε, σαν να ήθελε μοναχό του να γίνη πιο περιποιητικό και να στηρίζη πιο βολικά το σακάτικο κορμί της κυράς του. Έτσι μιαν ανθρώπινη αγάπη έλεγες πως έδενε το ξύλο με τον άνθρωπο. Η γρηάΔροσούλα μέσα στη δυστυχία της ξέχασε με τον καιρό όλα ταγαπημένα της, που της πήρε ο χάρος κι' ο καιρός, κ' είχε μόνη παρηγοριά κ' ελπίδα το πονετικό ξύλο.

Αν η οικοδέσποινα εκάμπτετο ευθύς και ήνοιγε το έν θυρόφυλλον, η γραία εστήριζε τον ύβον της ως μοχλόν επ' αυτού, μετεχειρίζετο ως αντηρίδα την βακτηρίαν της και εισεχώρει εις την οικίαν. Τούτου καταργουμένου, μετέβαινε και εγκαθιδρύετο παρά την εστίαν, μεθ' όλους τους μορφασμούς της οικοδεσποίνης. Τότε αύτη τη έδιδε τεμάχιον άρτου. — Τι να το κάμω ψωμί μοναχό; έγρυζεν η γραία.

Να βρω γυρίζω Πού να καθήσω, Να ξενυχτήσω Καν μοναχό. Κάθε κλαράκι Βαστάει πουλάκι Ζευγαρωτό. Δε με γνωρίζουν, Κι' εδώ με διόχνουν Κι' εκεί μ' αμπόχνουν, Πού να σταθώ; Αχ πώς να γένω, Πού να πηγαίνω, Να μη χαθώ! Λιγάν οι κλάδοι, Τα φύλλα σιούνται Γλυκοτζιμπιούνται Τ' άλλα πουλιά. Εγώ το ξένο, Το πικραμένο, Χωρίς φωλιά. Από 'να σ' άλλο Πετώ δεντράκι, Να βρω κλαράκι Για να σταθώ. Για ν' ακουμπήσω.

Αντί για τον Πολύφημο απάντησε ο Δαμοίτας. Την είδα μα τον Πάνα, ναι, που κτύπαε το κοπάδι, μα το γλυκό το μάτι μου που τώχω ένα μονάχο κι άμποτε κι άμποτε μ' αυτό να βλέπω ως να πεθάνω, κι ο Τήλεμος που το κακό προφήτεψε για μένα κακό να 'δη στο σπίτι του κακό και στα παιδιά του.