United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θάρρος, παιδιά! έλα ας μείνουμε μια στάλα ως που να δούμε, τάχα μαντέβει ψέματα ο Κάρχας ή κι' αλήθια. 300 Τι το θυμόσαστε καλά ακόμα αφτόμαρτύροι είστε όλοι εσείς που η συνοδιά δεν άρπαξε του χάρουσα χτες προχτές, τη σύναξη σαν είχαν τα καράβια μες στην Αβλίδα για να βγουν τους Τρώες να βαρέσουν, εμείς στους άγιους τους βωμούς, στο κεφαλάρι γύρω, 305 σφάζοντας βόδια απ' τους θεούς ζητούσαμε βοήθια στον ήσκιο ωραίας πλατανιάς, όθε έτρεχε καθάριο το ρέματότες φάνηκε μεγάλο 'να σημάδι.

Καταραμένοι νάναι οι θαλασσινοί που σε κουβάλησαν δω πέρα, αντί να σε πετάξουν στη θάλασσαΈσκασε τα γέλοια ο τρελλός κι' εξακολούθησε: «Βασίλισσα Ιζόλδη, δε θυμόσαστε το μπάνιο όπου θέλατε να με σκοτώστε με το σπαθί μου; Και την ιστορία της χρυσής τρίχας που σας μαλάκωσε την καρδιά; Και πώς σας υπερασπίστηκα εναντίον του ανάντρου αυλάρχη; — Παύτε, μοχθηρέ ψεύτη.

Βασίλισσα Ιζόλδη δε θυμόσαστε εκείνη την τόσο ωραία, την τόσο θερμή μέρα μέσα στην πλατειά θάλασσα; Είχατε δίψα!, δε θυμώσαστε, ω κόρη Βασιληά; Στο ίδιο ποτήρι ήπιαμε μαζύ. Από τότε είμαι παντοτεινά ζαλισμένος από κακό μεθύσι...» Μόλις άκουσε η Ιζόλδη αυτά τα λόγια, που μοναχά αυτή και κανένας άλλος μπορούσε να καταλάβη, έκρυψε το κεφάλι μέσα στο μαντύα της, σηκώθηκε και θέλησε να φύγη.

Παρατήρησε το θυμό της ο τρελλός κ' είπε: «Βασίλισσα Ιζόλδη, δε θυμάσαι τότε που, μισοπεθαμμένος από το φαρμακωμένο σπαθί του Μόρχολτ, περνώντας τη θάλασσα, με την άρπα μου μοναχό σύντροφο, ήρθα μέχρι τ' ακρογυάλια σας, της Ιρλανδίας; Μ' εγιατρέψατε. Δε θυμόσαστε πεια, Βασίλισσα;» Η Ιζόλδη απάντησε; «Φύγε από δω, τρελλέ, ούτε τ' αστεία σου μ' αρέσουνε ούτε συ ο ίδιος».

Θυμόσαστε ακόμη την ημέρα που σας έδωκα το Χουσδάν, το καλό μου το σκυλλί; 'Α! αυτός μ' αγάπησε πάντοτε, και προς χάρι μου θα την άφηνε την Ιζόλδη την Ξανθή. Πού είναι; Τι τον κάματε; Αυτός τουλάχιστον θα με ανεγνώριζε. — Θα σας ανεγνώριζε; Λέτε μια τρέλλα.

Δε θυμόσαστε το νάνο που έσπειρε τη φαρίνα μέσα στα κρεββάτια μας; Και το πήδημα που έκαμα, και το αίμα που έτρεξε από την πληγή μου, — και το δώρο που σας έστειλα, το σκύλλο Πτικρού με το μαγικό κουδουνάκι; Δε θυμόσαστε τα χαλοκομμένα ξυλάκια που έρριχνα στο ρυάκι

Ωραία, είναι πολύς καιρός που το ξέρω τόνομά σου. Ορκίζομαι στα μαλλιά μου που άλλοτε ήτανε ξανθά, ότι αν το λογικό έφυγε απ' αυτό το κεφάλι, σεις είσαστε η αιτία, ωραία. Σεις δεν ωφείλατε να φυλάχτε το ποτό που ήπια στην ανοιχτή θάλασσα; Το ήπια, με τη μεγάλη ζέστη, σ' ένα χρυσό ποτήρι, κ' έπειτα τώδωσα στην Ιζόλδη. Σεις μόνη το μάθατε, ωραία. Δε θυμόσαστε πεια;