United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά πάντα όσα ανέφερα, ο καύσων, η δίψα, η ερημία και το ότι ουδέν έχει τις να περιμένη εκ της γης, θα σας φανούν ολιγώτερον ανυπόφορα και επικίνδυνα από εκείνο το οποίον θα αναφέρω• και διά τούτο η χώρα εκείνη είνε κατ' εξοχήν άξενος, και οι άνθρωποι πρέπει να την αποφεύγουν.

Η κυρά, που ελογίαζα πως να μην έχη πλέον αναπνοήν, ακούω να μου λέγη· Ω Μουσουλμάνε, λάβε έλεος και σύντρεξέ με αν αγαπάς τον Πλάστην· βάλε μου μίαν σταλαγματιά νερό εις το στόμα μου, διά να μου παύση η θανατηφόρος μου δίψα που με ενοχλεί.

Κατεφίλει κ' έθλιβε το χώμα του τάφου, το έβρεχε με τα δάκρυά του κ' ψιθύριζε κάτι ωσεί το παρεκάλει να δώση και εις αυτόν την ανάπαυσιν την οποίαν έδιδεν εις τον νεκρόν. Μετ' ολίγον τον κατεκυρίευσεν η δίψα και ηγέρθη διά να ζητήση νερό. Ήτο τόσον εξησθενημένος ώστε δεν ηδύνατο να σταθή εις τους πόδας του.

Ότε απελύθησαν επί τέλους, δεν ανέμειναν να ανοιχθή αυτοίς η πύλη του αμφιθεάτρου, αλλά κατεπυλίσθησαν από της κορυφής του τοίχου εις την παλαίστραν ως καταρράκτης οι εξήκοντα μολοσσοί, και ήρχισεν αξία επικής ανυμνήσεως ποντικοσφαγία. Φοβερά ήτο η μανία και άσβεστος η δίψα αίματος των σκύλων. Έδακνον, έπνιγον, εσπάρασσον και εσκόρπιζον περί αυτούς εκατοντάδας ασπαιρόντων πτωμάτων.

Την τρίτη φορά δε γλυκογεράνιζε η νεροσυρμή. Δεν έπεφταν κάτασπροι οι αφροί, χιονάτοι σαν πρώτα. Εξέρναε αίμα η σπηλιά. Εροδοκοκίνιζαν βαμένοι στο αίμα οι αφροί. Έπεφταν ρόδινοι κ' έπεφταν φλωμάτοι. Κοντοζύγωσε με δίψα η αγελάδα να πιη. Είδε ματωμένον τον ίσκιο της στην νεροσυρμή. Ελαχτάρισε κ' έφυγε. Αντήχησε βαθύ το παραπονετικό μουκάνημά της στην ακροποταμιά τον κατήφορο.

Μας έχει σφιχτά αλυσσοδεμένους το πάθος, η περασμένες τρέλλες, το μεθύσι της αγάπης. Της ψυχές μας της έχει σφραγίσει ένας κοινός πόθος, μια κοινή δίψα, κάτι που ένα χρόνο τώρα προσπάθησα να σβύσω εις άλλον έρωτα, εις ένα ευγενή έρωτα... και δεν το κατώρθωσα! Δικός μου πάντα. Τι χαρά! Κ ώ σ τ α ς. Πώς σε ποθούσα και τι υπέφερα, όταν εσυλλογιζόμουν ότι άλλος...Τι δεν έκαμα για να σε ξεχάσω.

Και τα χείλια του κολλημένα στα χείλια της λευκής παρθένας, με τη δίψα μιας αλάκερης ζωής, ρουφούσαν, ενωμένα σ' ένα νεκταρικό πιοτό, τη ζωή και το θάνατο. Το πρωί οι χωριάτες, που πήγαιναν στα χωράφια, βρήκανε το γέροφιλόσοφο ξαπλωμένο στην όχθη της λίμνης. Το πρόσωπό του ήτανε γελαστό και ήμερο. Το νερό έβρεχε τα πόδια του.

Δώσατέ μας την εποχή σας, την ακμή του έθνους σας, τη φιλολογική δίψα των συγχρόνων σας, τα μέσα σας, κ' εβλέπατε αν δεν σας αφίναμε γραπτούς Παρθενώνας. Αλλ' αν όχι γιατί ανήκουντο παρελθόν, για τη γλώσσα τους όμως τα διηγήματα αυτά ήταν καλό να μείνουντη νέκρα τους για πάντα.

Ησθάνοντο ενώπιον της σιωπής εκείνης ως εάν αυτοί ήσαν οι ένοχοι και Εκείνος ο δικαστής. Και επειδή παν φαρμακερόν βέλος των έπιπτεν άπρακτον εις τους πόδας, ως να εθραύετο κατά της αδαμαντίνης ασπίδος της αθωότητός Του, ήρχισαν να φοβώνται μήπως, μεθ' όλα ταύτα, η δίψα των διά το αίμα του μείνη άσβεστος, και η σκευωρία των ανατραπή.

»Κ' εχόρταινα βυζαίνοντας μια φλούδ' από μολύβι.» σ.93 Πιστεύεται κοινώς ότι τεμάχιον μολύβδου στρεφομένου διά της γλώσσης εντός του στόματος, πραΰνει την δίψαν. Προς τούτο θεωρείται κατάλληλος και μικρός τις θαλάσσιος λίθος, όστις και δίψα ονομάζεται. » Και σαν μονομερίδα » σ. 93. Μονομερίδα . Όφις μικρός, θανατηφόρος.