Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Σαν είχα φάγει τα κυδώνια, μου φάνηκε πως μου εκόπη κάπως η δίψα. Ύστερα πάλι εδίψασα χειρότερα. Σηκώθηκα, κ' εβγήκα έξω. Έκαμα ολίγα βήματα στο σοκάκι. Η γειτονιά έρημη. Ο κόσμος είχε φύγει. Αυλόπορτες κλεισμένες. Παράθυρα κλειδομανταλωμένα. Ψυχή δεν εφαίνετο πουθενά. Επήγα παραπέρ' ακόμα. Ήξευρα πως ήτον μια βρύσι κάπου εκεί. Έφτασα, με μεγάλη αδυναμία, με κομμένα γόνατα.
Κι όσο τούδιναν, τόσο γύρευε· κατάντησε κάθε χρόνο νάρχεται κι από μια πρεσβεία στην Πόλη καινά γυρεύη χρήματα. Τόση δίψα πού να τη χορτάση ο Θεοδόσιος! Αρχίζουνε λοιπό στα 441 καινούρια πλημμυρίσματα, καινούριες ρήμαξες· τα παλιά τα Γοτθικά και χερότερα. Μοισία, Μακεδονία, Θράκη, απ' όλα εκείνα τα μέρη διάβηκε του Αττίλα η μπόρα. Φαίνεται πως ξέσπασε δυτικά και τράβηξε ανατολικά.
Ούτως εσκέπτετο η Κυρά Ρήνη. Εις τας αισχράς επιθυμίας της προσετίθετο τόρα και η δίψα της εκδικήσεως και το μίσος προς την ιδίαν της θυγατέρα, την οποίαν εν τη εξαχρειώσει της δεν εδίσταζε να θεωρή ομοίαν της. Αλλ' η αμηχανία της εκορυφούτο μη ευρίσκουσα το μέσον διά του οποίου θα συνελάμβανε τα παιδία.
Αλλά η Βασίλισσα έπεσε κι' αυτή στα γόνατα μπροστά της και, αγκαλιασμένες, ώρα πολλή έμειναν λιπόθυμες. Δεν είναι η Βραγγίνα η πιστή, είναι ο ίδιος ο εαυτός τους που πρέπει να φοβούνται οι αγαπημένοι. Αλλά πώς θα μπορούσαν η μεθυσμένες καρδιές τους να γίνουν προσεκτικές; Η αγάπη τους σπρώχνει, όπως η δίψα σπρώχνει το ελάφι προς το ποτάμι.
Δε ξέρεις τι θα πη δίψα, ν' ακούσης να μιλούν τη γλώσσα σου, να αισθάνωνται όπως αισθάνεσαι και συ, να ζουν με τα δικά σου τα ιδανικά, να πονούν μαζή σου για ένα κοινό πόνο! Δεν ξέρεις τι θα πη εξορία είκοσι χρόνων, από το σπίτι σου, όσο φτωχικό κ' αν ήταν, από τους δικούς σου, όπου τους έχασες ένα ένα, χωρίς ελπίδα να τους ξαναϊδής....
Ω φίλε, ποιο είναι το κρυφό, το ωραίο κρυφό που φέρνει καρδιά προς την καρδιά, και τη δική σου ολόβαθα σ' εμέ τη νιώθω γέρνει όσο ποτέ καμιά; Πως δε διψά κάθε ψυχή μια τέτοια αγάπη, αλήθεια δε λέει όποιος το πει· μη κιόλα είν' άλλο τι η ζωή παρότι ζη στα στήθια κι ό τι πεθαίνει εκεί;
Αλλά δεν μου λες πώς έχεις ανάγκην να πίνης; Διότι σώμα δεν έχεις, το οποίον θα ηδύνατο να πεινά και να διψά• εκείνο έχει ταφή κάπου εις την Λυδίαν, συ δε είσαι ψυχή• πώς λοιπόν δύνασαι να διψάς ή να πίνης; ΤΑΝ. Αυτή είνε η τιμωρία μου, να διψά η ψυχή μου, ως να ήτο σώμα. ΜΕΝ. Τέλος πάντων ας το πιστεύσωμεν, αφού λέγεις ότι τιμωρείσαι με την δίψαν.
Μανία σκοτωμού κ' αιμάτου δίψα εκυρίευε καθένα που επλησίαζε σ' εκείνη τη σπηλιά, λέγεις και άχνιζε γύρω του Κάη ο αψύς θυμός, είτε την είχεν η Έρις οριστική κατοικία της. Οι ναύτες με τα στυλέτα θρήνο έκαναν· οι σκλάβοι που δεν είχαν στυλέτα, εσήκωναν τις βαρειές αλυσίδες και με την πρώτη άνοιγαν βαθύν τον τάφο του εχθρού τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν