United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε φθάση εις το απροχώρητον. Τα πάντα είχον παραδοθή, θυσιασθή, εις την απληστίαν της Κίρκης, της οποίας η δίψα ήτο αναλλοιώτως ακμαία! — Θέλω! έλεγεν η Κίρκη. — Οίκτον! εψιθύριζε το θύμα· τίποτε δεν απέμεινε πλέον . . . — Μένω εγώ! Και το άτονον βλέμμα του θύματος εζωογονήθη. — Ναι, εψιθύρισε· πρόσταξε! Εκείνη διετύπωσε την θέλησίν της, θέλησιν Αρπυίας!

Μα άσε να φαννα πιούν και μιαμες στο καραβοστάσι 160 τα παλικάρια μας· τι αφτό δίνει ζωή και θάρρος. Γιατί όλη μέρα πιος μπορεί ως να βουτήξει ο ήλιος στήθια με στήθια αφάγωτος να πολεμάει στον κάμπο; Τι ακόμα κι' αν απόφαση το κάνεις, μα βαραίνουν τα μέλη σου όμως άνιωθα και σε λιγώνει η πείνα, 165 σε κόβει η δίψα, σου λυγάει σα ροβολάς το γόνα.

Λέγεις λοιπόν συ ότι αυτή μεν είναι μία ακόρεστος δίψα εις όλην την ζωήν, η οποία κάμνει έκαστον πολυάσχολον και εμποδίζει έκαστον να μη γυμνάζεται καλώς εις τα πολεμικά. Έστω. Τόρα λοιπόν ειπέ μας την δευτέραν. Μήπως λοιπόν φρονείτε ότι δεν ομιλώ, αλλά αργοπορώ από στενοχωρίαν;

Το μικρόν ξυλοκάνατο, που είχεν εις το πλευρόν του, δέκα φοράς το εγέμισε δροσερού νερού από του μεγάλου βαρελιού και το εκένωσεν εντός του· δίψα άσβεστος, ικανή να στειρεύση ολόκληρον ποταμόν, τον κατεφλόγιζεν· εν τη παραζάλη του ενόμιζεν ότι ήκουε παφλασμούς ποταμού κ' έβλεπε βρύσεις πολυαρίθμους και πολυκρούνους με τα κατάργυρα και αφρώδη νερά των· το στόμα του ήτο πικρόν, η γλώσσα του ξηρά και χολώδης. . . Ούτω αγωνιών διήλθεν όλην την νύκτα μέχρις ου οι βλάχοι ήρχισαν να εγείρωνται.

Διψούν τρομερά και το παραδοξότερον είνε ότι όσω πίνουν τόσω περισσότερον ανάπτει η δίψα των, την οποίαν και ολόκληρος ο Νείλος ή ο Ίστρος δεν δύνανται να σβύσουν, αλλά το νερόν παροξύνει την δίψαν αυτών όπως το έλαιον την πυράν.

Σ' ερημιάς μεγάλης μέρη Ένας Τράγος καλοκαίρι Οχ τη δίψα αναγκασμένος, Περπατούσε απελπισμένος. Μια Αλουπού οχ την ίδια αιτία, Και σε όμοια αδημονία, Βλέποντάς τον σταματάει, Φιλικά τον χαιρετάει· Και στην πρώτη αντάμοσί του Με μια κάπια αλαφροσί τους, Σαν ομιοπαθείς κι' οι διό τους Μολογάν το βασανό τους.

Θ' ΓΥΝΗ Μα το θεό, το ήθελα να μείνω δίχως γένεια, γιατί θα σκάσω απ' του κρασιού τη δίψα τη μεγάλη. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Ε! μήπως έχει όρεξι να ρητορέψη άλλη; Γ’ ΓΥΝΗ Εγώ! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Εμπρός του λόγου σου, βάλ' το στεφάνι αυθωρεί, γιατί κ' η ώρα προχωρεί. Μίλησε συ λοιπόν καλά, στάσου σαν άνδρας ντούρα, και στήριζε το σώμα σου καλά με τη μαγκούρα. Γ’ ΓΥΝΗ στεφανουμένη και λαμβάνουσα τον λόγον.

Όσον περισσότερον παρουσιάζομαι ενώπιον υμών, τόσω περισσότερον το επιθυμώ, η δίψα μου παροξύνεται και γίνεται ακατάσχετος και νομίζω ότι ουδέποτε θα κορεσθώ εξ αυτού του ποτού.

Κι' αν του Θαλή το ύδωρ αρχήν αναγνωρίσης κι' υδραυλικής σπουδάσης μεθόδους περισσάς, πιστεύεις πως καμμία δεν θα στειρεύη βρύσις και συ από την δίψα ποτέ δεν θα λυσσάς; Και αν του Ηρακλείτου το σύστημα σ' εξαίρη κι' ειπής αρχήν των όλων το πυρ το αδηφάγον, νομίζεις ότι πάντα θα είναι καλοκαίρι και δεν θα τουρτουρίζης την εποχήν των πάγων;

Ροβόλησαν τον κατήφορο βιαστικά βιαστικά, και χωρίς να το νοιώσουνε βρεθήκανε ολόμπροστα στο χωριό. Τα παρατηρούσε όλα ο Παυλής μ' αχόρταγη δίψα.