United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και άλλας δε βέβαια απείρους περιπτώσεις ημπορεί κανείς να αναφέρη, εις τας οποίας όσοι έχουν νουν και νόμον ορθόν δεν πρέπει να πίνουν οίνον.

Λέγεται δε ότι και επί υποσχέσει γευμάτων αναγινώσκεις εις αυτούς λόγους τους οποίους έχεις συγγράψη και εκείνοι, ως χερσαίοι βάτραχοι διψώντες, σε επευφημούν και δεν πίνουν αν δεν βραχνιάσουν προηγουμένως από τους επαίνους.

ΧΑΡ. Εκείνοι πίνουν που είνε μόνον σκελετοί και έχουν τα κρανία κατάξηρα; Αλλ' είνε γελοίον να σου το λέγω, αφού κάθε μέρα τους οδηγείς και τους ξέρεις. Γνωρίζεις επίσης ότι, αφού άπαξ έλθουν κάτω, δεν είνε δυνατόν πλέον να επιστρέψουν. Θα ήτο πολύ ευχάριστος η θέσις σου, Ερμή, και πολύ αναπαυτικόν το έργον σου εάν συ, που τους οδηγείς κάτω, ήσουν αναγκασμένος να τους επαναφέρης διά να πίνουν.

Μετά κάθισαν ξανά στο τραπέζι και άρχισαν με νέα όρεξη να τρώνε, να πίνουν, να τραγουδούν και να απαγγέλουν στίχους. Διασκέδαζαν έτσι με την ψυχή τους, όταν άκουσαν ένα κτύπο στην εξωτερική πόρτα και η Σεραφεία σηκώθηκε να ανοίξει.

Αυτοί δε είδαν ευχαρίστως την αναχώρησίν μου, διότι έμειναν ελεύθεροι να γεύωνται και ν' απολαμβάνουν, κατά την συνήθειάν των, τα ψεύδη. Αυτά, φίλε μου Φιλοκλή, ήκουσα εις του Ευκράτους και έρχομαι πρισμένος, όπως όσοι πίνουν μούστον, με ανάγκην να εμέσω.

Εκεί εσυναθροίζοντο όλοι οι προεστοί, πρόκριτοι και δημογέροντες του τόπου, διά να καπνίζουν το μακρόν τσιμπούκι, να πίνουν το σερμπέτι, και να συζητούν, ως μεγάλα κεφάλια, τα συμφέροντα όλης της κοινότητος.

Θ' ΓΥΝΗ Γιατί, παρακαλώ; γιατί; δεν πίνουν στη Βουλή κι' αυτοί; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Είσαι βεβαία; πίνουνε μέσ' στη Βουλή που πάνε; Θ' ΓΥΝΗ Κι' απ' το καλήτερο κρασί, μα τη θεά, ρουφάνε• γι' αυτό κ' η κάθ' απόφασι, που απ' τη Βουλή μας βγαίνει όταν μεθούν, είνε κι' αυτή σαν τούτους μεθυσμένη. Ώ, μα τον Δία το θεό, ρουφάνε, σου το βεβαιώ. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Τράβα και κάτσε κάτω συ! Είσαι κολοκυθένια!

Εξ αυτών πίνουν όλοι κατά την αρχήν του γεύματος και ούτω καθ' όλην την διάρκειαν αυτού γελούν και ευθυμούν.

Κι' έτρεχε πια το αίμα της τ' αθάνατο, ο νιχώρας, τέτιος που τρέχει απ' τους θεούς τους μυριοβλογημένους, 340 γιατί δεν πίνουν φλογωπό κρασί, δεν τρώνε στάρι, κι' είναι για κείνο αναίματοι κι' αθάνατους τους λένε. Κι' έρηξε αφτή με τις φωνές το γιο της οχ τα χέρια.

Μια συγγένισά μας όμως, πούχε ζήσει στην πόλη, είχε κάμει μ' αυτό το νόσημα μεγαλείτερη γνωριμία. Και μαζή μάλλα πούλεγε σχετικά, ανάφερε κιως χαρακτηριστικό του χτικιού, ότι οι φθισικοί έχουν τη μανία να μεταδίδουν στους άλλους την αρρώστειά των. Δίδουν να πίνουν ταποπίδι των ή να τρώγουν ταποφάγια των. Αυτό έγινε τρομερή αποκάλυψη για τη μητέρα μου.