United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έβγαιναν 'ςτον ανήφορο εκείνο κι από τα χαμηλότερα σπίτια, για ν' απολάψουν τη δροσιά του βουνού και τ' αθάνατο νερό τ' Αζώηρου, που ήτον κατάκρυο και καλοχώνευτο, κι όπ' έβρισκαν συχνά μέσα του χλωρά φύλλα πεύκου κι οξιάς και πουρναριού των ψηλωμάτων του Πίνδου.

Ας σταθούμε μια στιγμή στο μισό το δρόμο. Εκεί, κοντά στο λάλο το κύμα, που σιγανά κατρακυλάει και ξεσπάνει κι αφρίζει, και μαργαριταρώνει την αμμουδιά. Πατρίδα μου, τι αθάνατο πράμα είναι αυτή η ομορφιά σου. Πρέπει άνθρωπος να σε στερηθή, να καταλάβη την αιώνια σου χάρη! να γεράση στα ξένα, και να ξανάρθη στην αγκαλιά σου, να ξανανιώση.

Σφίγγε, σφίγγε δυνατά. Σφίξε ακόμη μια και να της που πάει. Ξεψύχησε, πάει. Πάει η ζωή μου. Σκότωσα τη ζωή μου. Πάει και λέξη δεν είπε. Έλα δω να σου δώσω στο στόμα, απάνω στο στόμα, ένα αθάνατο φιλί, ένα φιλί που κανένας άλλος δεν μπορεί να σου το πάρει. Τώρα πια είσαι για πάντα δική μου. Εγώ ξέρω τι λέω. Ξέρω γιατί παραπονιούμαι, γιατί βασανιούμαι.

Ειδέ αφτός, τον ορισμό του ας κάνει· 430 δουλιά του Τρώες κι' Αχαιούς να κυβερνά όπως κρίνειΕίπε, και πίσω γύρισε τ' ωριότριχο ζεβγάρι. Κι' οι Εποχές τούς ξέζεψαν τ' αψηλοπίλαλα άτια και τάδεσαν στ' αθάνατο παχνί τους, και τ' αμάξι τόγυραν πας στα γιαλιστά απ' όξω μπροστοτοίχια. 435 Κι' οι διο τους στα χρυσά σκαμνιά καθίζουν μες στων άλλων θεών τον κύκλο, κι' είχανε τα σπλάχνα μαραμένα.

Κι' έτρεχε πια το αίμα της τ' αθάνατο, ο νιχώρας, τέτιος που τρέχει απ' τους θεούς τους μυριοβλογημένους, 340 γιατί δεν πίνουν φλογωπό κρασί, δεν τρώνε στάρι, κι' είναι για κείνο αναίματοι κι' αθάνατους τους λένε. Κι' έρηξε αφτή με τις φωνές το γιο της οχ τα χέρια.

Και με χαρά τα ξέταζε στα χέρια· και σαν τάδε και χόρτασε πια του θεού τα ζηλεμένα δώρα, εφτύς γυρνάει της μάννας του και της μιλάει διο λόγια 29 «Μάννα, ο θεός μού χάρισε σαν όπλα που τεριάζει νάναι η δουλιά απ' αθάνατο, κι' όχι απ' αθρώπου, χέρι. Και θαν ταν βάλω τώρα εγώ.

Ψυχή τι άλλο καρτερείς; Σε τι παντέχεις, και θαρρείς; Ως πότε με παιδεύεις. Έβγα, τι πλιο γυρεύεις! Από τα διο σου αχείλια, τ' αθάνατο νερό Πολύ και πλούσιο τρέχει, γλυκό και καθαρό. Κι' εκείνος που δροσίση το στόμα μια φορά, Του χάρου ας μη φοβάται τα βέλη τα σκληρά. Αν το κορμί απεθάνει, αισθάνεται η ψυχή. Εκείνη τη γλυκάδα, που γεύτη στην αρχή.

Όμορφη πιστικιά, δος μου το αθάνατο νερό απ' τα χειλάκια σου. Η όμορφη βοσκόπουλα, που κάθε μέρα καρτερούσε το νιο τον κυνηγό και κάθε μέρα τον απόδιωχνε με την κάκια της αγάπης, σηκώθηκε απάνω μ' έναν όμορφο θυμό και ξαναείπε: — Αλλοίμονο σ' εσένα, κυνηγέ. Εγώ έχω αδέρφια και ξαδέρφια κι' αν σε ιδούν σιμά μου, το αίμα σου θα τρέξη ποτάμι στο πράσινο το χορταράκι.

Καλλίτερα να μη με είχαν σπλαχνισθή οι ανθρώποι του βασιλιά, καλλίτερα να με είχανε φάει τάγρια θηρία. Η βασιλοπούλα, μέσα στα δάκρυά της, θυμήθηκε τη νεράιδα, που 'ρχότανε κάθε άνοιξι στωραίο περιβόλι και ράντιζε τα μαραμένα τα λουλούδια μ' ένα μαγικό νερό και τα λουλούδια ξανανθίζανε με την πρώτη τους δροσιά. Κ' έλεγε μέσα της: — Νάχα το αθάνατο νερό, που ανασταίνει τα λουλούδια.

Θα διαπεράσης θάλασσαις, ψηλά βουνά και κάμπους, Θα διαπεράσης σύγνεφα και θε να πας πουλί μου, 'Στά στοιχειωμένα τα βουνά που πάντα ανοιγοκλειούνε Κι' οπού τ' αθάνατο νερό περνάει ανάμεσά τους. Πέτα γοργό μέσ' 'ςτ' άνοιγμα, πάρε νερό και φεύγα. Πετάει εκείνο και γοργό με το νερό γυρνάνει, Και το σταλάζει ανάλαφρα 'ςτ' αραδιαστά κομμάτια. Κ' εκεί που πέφτει το νερό, κολλούν και ζωντανεύουν.