United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το μέρος λοιπόν της ψυχής, το μετέχον ανδρείας και θυμού, επειδή είναι φιλόνεικον κατώκι- σαν πλησιέστερον της κεφαλής, μεταξύ του διαφράγματος και του αυχένος, ίνα δύναται να ακούη την φωνήν του λογικού και από κοινού μετ' αυτού εξουσιάζη διά της βίας τας επιθυμίας, οπό- ταν αύται δεν θέλουσιν εκουσίως να υπακούωσιν ευπειθώς εις τα εκ της ακροπόλεως ερχόμενα προστάγματα και λόγους.

Είπε, κι' αμέσως χύθηκε να γδύσει τον Κεβριόνη· θεριό 'ταν λες που χύνεται βουστάσι να ρημάξει, μα απ' αφοβιά του χάνεται τι το βαρούν στα στήθια· σαν έτσι, Πάτροκλε, όρμησες με λύσσα στον Κεβριόνη.

ΔΙΟΓ. Είμαι το είδωλον του Διογένους του Σινωπέως• δεν είμαι δε εις τον ουρανόν μετά των αθανάτων, αλλ' εδώ ολόκληρος συναναστρέφομαι τους καλλιτέρους των νεκρών και καταγελώ τον Όμηρον και τα γελοία παραμύθια που αυτός μας διηγείται. 17. &Μενίπππου και Ταντάλου.& ΜΕΝ. Γιατί κλαίεις, Τάνταλε, και θρηνολογείς κοντά στη λίμνη; ΤΆΝ. Διότι πεθαίνω από την δίψαν.

ΜΕΝ. Και είσαι τόσο οκνηρός, ώστε βαρυέσαι να σκύψης να πιής ή και να πάρης νερόν με την παλάμην σου; ΤΑΝ. Κι' αν σκύψω δεν μπορώ να σβύσω την δίψαν μου• διότι άμα πλησιάσω, φεύγει το νερόν και αν κατορθώσω να πάρω με τα χέρια μου, δεν προφθάνω να βρέξω τα χείλη μου, διότι φεύγει, δεν εννοώ πώς, διά μέσου των δακτύλων και αφήνει στεγνά τα χέρια μου. ΜΕΝ. Φοβερόν αυτό που σου συμβαίνει, Τάνταλε.

Αλλά τι σε πειράζει αυτό; Ή φοβείσαι ότι θ' αποθάνης από δίψαν; Δεν βλέπω να υπάρχη άλλος Άδης εκτός τούτου ή θάνατος απ' εδώ εις άλλον τόπον. ΤΑΝ. Σωστά, αλλά και αυτό είνε μέρος της καταδίκης, να επιθυμώ να πιω ενώ δεν έχω ανάγκην.

Αλλά δεν μου λες πώς έχεις ανάγκην να πίνης; Διότι σώμα δεν έχεις, το οποίον θα ηδύνατο να πεινά και να διψά• εκείνο έχει ταφή κάπου εις την Λυδίαν, συ δε είσαι ψυχή• πώς λοιπόν δύνασαι να διψάς ή να πίνης; ΤΑΝ. Αυτή είνε η τιμωρία μου, να διψά η ψυχή μου, ως να ήτο σώμα. ΜΕΝ. Τέλος πάντων ας το πιστεύσωμεν, αφού λέγεις ότι τιμωρείσαι με την δίψαν.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ Να ’ταν χωρίς να ντροπιασθή κανείς να πάθη ένα κακό, το δέχομαι, γιατί έτσι θα ήταν κέρδος μονάχα ο θάνατος· μα μια ατυχία μαζί με την ντροπή, μην πης πως φέρνει δόξα. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Μ’ αφού ο θεός βιάζει να γίνη ό, τι θα γίνη ας πάη, μια που ’λαχε του Κωκυτού το κύμα, στον άνεμ’ όλ’ η θεομίσητ’ η γενεά μας.

Μας πλησίασε ποθώντας ξίφος τη σαστικιά του κι όχι σαστικιά ζητώντας τη μάνα του και μάνα των παιδιών. Στον πόνο του θεός του δείχνει άνθρωπος όχι αυτόν τον τόπον, γιατί κανείς δεν το ’καμεν από μας όλους και τρομερήν αφίνοντας φωνήν, ως να ’ταν κανείς που να του ’δειχνε το δρόμο, ορμάει στις θύρες, καταστρέφοντας τα μάνδαλά τους.

Κ' εις τούτους εσηκώθη Ο ήρως μέγας βασιλεύς Ατρείδης Αγαμέμνων θλιμμένος, και κατάκαρδα όλος θυμόν γεμάτος· Και όμοια τα μάτια του ωσάν φωτιά λαμπρή 'ταν. Πρώτα τον Κάλχαντα κακά κυττάζοντας, τον είπε· Κακόμαντι, χαροποιόν ποτέ σου δεν με είπες. Πάντοτε τα κακά 'γαπά ο νους σου να μαντεύη. Λόγον καλόν δεν λάλησες· ούτ' έκαμες ποτέ σου.

Δε θα ’ταν βέβαια του γλυκού νερού ο τεχνίτης που τέτοια σκάλιξε δουλειά σ’ αυτήν επάνω: τον Τυφώνα που βγάζει από το στόμα φλόγες με καπνό μαύρο, της φωτιάς το στριφτό αδέρφι° και γύρου μ’ αρμαθιές είναι στρωμένο φείδια της κοιλοτούμπανής του ασπίδας το στεφάνι.