Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
— Δεν πειράζει. Αυτή μοναχή της φεύγει, και μοναχή της πάλι έρχεται. — Αλλά εγώ την θέλω, επέμεινεν ο Μάχτος. — Και τι την θέλεις; — Θέλω να της πω. — Της λες όταν έρθη. — Και πότε θα έρθη; — Όποτε θέλει. — Λοιπόν, συ ως μητέρα, δεν φροντίζεις δι' αυτήν; — Τι να φροντίσω; — Την αφήνεις και πάγει όπου θέλει;
Και ποιος αφτός; Εγώ δα που και τόσο θρήσκος δεν είμαι, δεν είμαι διόλου. Ίσια ίσια για τούτο. Είμαι τώρα μόνος και φοβούμαι. Μόνος ολομόναχος. Ο κόσμος και γω. Τίποτις άλλο. Στον ουρανό κανένας! Και τι πειράζει; Ας είναι ή ας μην είναι στον ουρανό κανένας, όπως κι αν το πάρης, ή έτσι ή αλλιώς, η ιδέα μου αφτή πως θα πεθάνω, γιατί καθήσαμε στο τραπέζι δεκατρείς, μπορεί να είναι μπόσικη.
Ας μ' πήρε πέρσι μισή οκά παραπάν' 'ς το δέκατο, και πρόπερσι άλλη μια οκά και αντιπρόπερσι τρεις οκάδες. Ας μ' πήρε. Δε πειράζει. Ο Θεός πάλι μου τώδωσε φέτος με το παραπάνω. Δόξα νάχη ο Μεγαλοδύναμος. Και συνεμαζεύθη πάλιν η Φουλίτσα, ως γέρων κύκνος εντός του στήθους της και απέμεινεν ως απαισία γλαυξ πάλιν. Ήτο εκ φθόνου; Ποιος ξεύρει; — 'Στον φούρνο, απ' λες, τα λέγανε.
Τώρα, πώς χάθηκε το ουκ στην κοινή και γιατί χάθηκε, έχει το λόγο του· κάθε πράμα, που χάνεται σ' αφτό τον κόσμο, δε χάνεται χωρίς το λόγο του· εμείς συχνοτυχαίνει να μην τον ξέρουμε· μα τι πειράζει; Αφτός υπάρχει. Όλα στη γλώσσα μας έχουνε τον ιστορικό τους το λόγο, έχουνε τη σειρά τους.
Αλλά τούτο τι πειράζει; είπεν· αφ' ου το θέλεις, ας παραδεχθώμεν ότι και η δικαιοσύνη είναι αγιότης και η αγιότης είναι δικαιοσύνη.
Εκείνος τον κοίταζε, αλλά δεν έβλεπε πια τα μάτια του. «Η θεία Νοέμι το ’σκασε αμέσως μόλις με είδε! Δε θα με συγχωρήσει ποτέ! Τι σου είπε; Πες μου. Ότι δε θέλει πια να με δει, ότι ορκίστηκε να μην ξαναπροφέρει το όνομα μου; Το ξέρω, αλλά δεν πειράζει. Είμαι ευχαριστημένος που παντρεύεται.
Σου πειράζουν τα νεύρα! και δεν σου πειράζει τα νεύρα λοιπόν η δυστυχία, την οποίαν πολύ γρήγορα θα φέρης εις το σπίτι σου, η πτωχεία και η πείνα, την οποίαν μας ετοιμάζεις, η ατιμία . . . Θεέ μου! . . . Και η ταλαίπωρος μήτηρ μη κατορθώσασα να συμπληρώση την φράσιν της, εκάλυψε το πρόσωπον αυτής διά των χειρών και ερράγη εις λυγμούς.
Για την αγάπη του φοβάται ή για την τιμή του; Αν είναι φιλότιμο, τι μας πειράζει εμάς; Ο ίδιος σου λέει πως μίσος δεν έχει και πως φρόντισε μόνο να πεθάνη έντιμος. Μην κοιτάζης που ξεστομίζει μια φορά μπροστά στη Δεσδεμόνα και κάτι βρώμικα λόγια — εμείς τουλάχιστο τα δασκαλέψαμε, γιατί εκεί που μιλεί εγγλέζικα ο ποιητής, βάλαμε λέξες αρχαίες· μην κοιτάζης που είναι σαν το μπακίρι η θωριά του.
Δεν πειράζει. Οι Βόθροι δεν είναι μακριά· ας διούμε και κει πώς μιλούνε. Νύχτωσε. Πρέπει ακόμη να κάμης κουράγιο, ώςπου να φτάσης κάτω στη ρεματιά, γιατί εκεί κάτω είναι οι Βόθροι, ανάμεσα σε δυο βουνά.
Σα νάκουσα την πόρτα να τρίζη. Εγώ ξέρω η πόρτα πού είναι. Αχ! ας φαίνουνταν αφτή η πόρτα από το παραθύρι, και τους τσάκωνα αμέσως. Γιατί, γιατί να στρίβη ο δρόμος, γιατί να μην τη βλέπω από κει που κάθουμαι και καρτερώ, την πόρτα την καταραμένη! Και τι πειράζει που δεν τη βλέπω; Η Λέλα πού είναι; Στο περιβόλι; Και βέβαια! Ορμώ στην κάμερή της. Δεν είναι. Κατεβαίνω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν