Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Τι; Δεν είνε το φείδι; ηρώτησε μετά δειλίας η Σοφούλα. Η γραία διά να μη της πειράζουν τα ωραία εκείνα κηπουρικά προϊόντα είχε διαδώσει μετά τέχνης εις την κωμόπολιν ότι «μέσα εις εκείνο το χάλασμα βγαίνει ένα φείδι, χονδρό σαν το χέρι της» έλεγε. Τόσον δε πειστικώς διηγείτο τα κατ' αυτό, ώστε κατώρθωσε να την πιστεύσουν οι άνθρωποι.

Αμή!... σαν δεν θέλετε να σας πειράζουν μην πειράζετε και σεις. Καμμιά φορά ένα πείραγμα φέρνει χίλια κακά. Είδα τόσα και τόσα στη ζωή μου! Από τέτοια αθώα πειράγματα εχάθηκε το παιδί ο Ανέστης, αλαφρό το χώμα του. Μωρέ παίδαρος μια φορά! δράκος μονάχος· σωστός ρούφουλας. Κ' εχάθηκε από ποιον; Από μια μύξα! ...Α! εκείνη τη φρίκη δεν θα μου τη βγάλη μήτε η πλάκα.

Της πρώταις ημέραις που την έθαψαν, ο παπά-Κονόμος, επί μίαν εβδομάδα δεν ημπορούσε καθόλου να παρηγορηθή. Αυτός οπού επαρηγορούσεν όλους τους θλιμμένους του χωρίου, με τα ωραία και παραμυθητικά βιβλία που τους εδιάβαζεν, δεν ημπορούσε να παύση τους λυγμούς του, οι οποίοι κάθε λίγο του ήρχοντο και έκλαιε σαν το νήπιον οπού το πειράζουν εις το θέλημά του.

Ρίχνουν πέτραις κάθε βράδυ. — Κάθε βράδυ; Αλλά τα παιδιά μου πηγαίνουν με τον πατέρα των. Μήπως ευρίσκονται εδώ; — Όταν έρχωνται, τέλος. Η χωρική εσιώπησε. — Σε παρακαλώ, κυρά, επανέλαβεν η νέα, μάλωσέ τα, να μη μου πειράζουν τα φυτά μου. Τι κακόν τους κάμνουν τα καϋμένα τα φυτά μου; Εγώ τα περιποιούμαι, τα ποτίζω, κοπιάζω τόσον δι' αυτά.

Αυτά σας πειράζουν, διότι σημαίνουν ότι είμαι καλλιτέρα και αξιέραστος, σεις δε επεριφρονήθητε. ΔΩΡ. Νομίζεις ότι, επειδή εφάνης ωραία εις ένα ποιμένα και μισόστραβον, έγεινες αξία να σε φθονήσουν; Αλλά τι άλλο είχε να θαυμάση σε σένα παρά μόνον το λευκόν χρώμα; Και τούτο υποθέτω, διότι είνε συνηθισμένος εις το τυρί και το γάλα και όλα όσα ομοιάζουν με αυτά τα νομίζει ωραία.

Εκεί τ' αμάξι σταματάει η κρουσταλλόκορφη Ήρα, 755 κι' έτσι αρωτάει τον πάμπρωτο θεό και συντυχαίνει «Δία πατέρα, πώς λοιπόν! αφτές δε σε πειράζουν τ' Άρη οι ασήκωτες δουλιές; Δες τι λογής Αργίτες και πόσους μου θανάτωσε, τρελά με δίχως τάξη. Στενάζω εγώ, μα ξέγνιαστη το διασκεδάζει η Κύπρη 760 κι' ο χρυσοδόξαρός σου ο γιος, π' αμόλησαν αφτόνε, ένα άμιαλο που δεν ψηφάει την τάξη και το δίκιο.

Όχι, . . . μη τους κάμης κακόν! άφησέ τους . . . . Τι μας πειράζουν; — Κακόν να τους κάμω; απήντησε μειδιών ο κύριος Μαρής. Πού σου εφάνη; Έννοια σου, μην ανησυχής . . . . και δεν θα πάθουν τίποτε. Καλόν θα τους κάμω . . . και θα σιωπήσουν, θα ιδής! — Μα τι σκοπόν έχεις;

Διασκεδάζουν . . . . δεν κάμνουν κακόν. Τι σε πειράζουν; — Με ανησυχούν. . . . τι άλλο θέλεις να με πειράξουν; απήντησεν εκείνος, αναγινώσκων πάντοτε. — Εγώ τους ζηλεύω, να σου ειπώ, υπέλαβε μετά μικρόν η κυρία Μαρή, πλησιάζουσα εις τον σύζυγόν της και θωπεύουσα ηρέμα τον επί της εφημερίδος κύπτοντα τράχηλόν του. — Τι σου ήλθεν; είπεν εκείνος αναβλέπων.

Σου πειράζουν τα νεύρα! και δεν σου πειράζει τα νεύρα λοιπόν η δυστυχία, την οποίαν πολύ γρήγορα θα φέρης εις το σπίτι σου, η πτωχεία και η πείνα, την οποίαν μας ετοιμάζεις, η ατιμία . . . Θεέ μου! . . . Και η ταλαίπωρος μήτηρ μη κατορθώσασα να συμπληρώση την φράσιν της, εκάλυψε το πρόσωπον αυτής διά των χειρών και ερράγη εις λυγμούς.

Θαρρείς πως δεν είνε χίλιες βολές καλλίτερα στα όρη παρά στο χωριό; Αγρίμια μου λες εμένα; Είδες ποτέ σου αγρίμια; — Όι, δεν είδα. — Αι, καλλίτερα 'νε ταγρίμια από πολλούς ανθρώπους σαν τον Τερερέ, σαν ... Παρ' ολίγον να προσθέση «και σαν τον κύρη σου και τον αδερφό σου». — Ταγρίμια, εξηκολούθησε με πικρίαν, δεν παρανομιάζουνε τσ' ανθρώπους και δεν πειράζουν εκείνους που δεν τα πειράζουνε.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν