United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την Πέφτη το πουρνό στες 25 του μηνός βρεθήκαμαν δίχως σπίτια, δίχως τίποτας. Όποιος πρόφταινε και γλύτωνε τίποτας, γλύτωσε. Οι άλλοι μείναμαν ζάρκοι κ' έρμοι. Χαιρετίζοντας τότε για πάντα με δάκρυα τα καϋμένα τα Γιάννινα, πήραμαν τα βουνά. Άλλοι πήγαν κατά τα Κούρεντα κ' άλλοι κατά τα Ζαγόρια.

Χαρτοπαίκτης, μέθυσος και με άλλας αρετάς ακόμη. Είπαν πως ξαναπαντρεύτηκε αλλού, διά να πάρη και άλλον κόσμον εις τον λαιμόν του, ασυνείδητος! Τέτοιοι άντρες! Τι να κάμη; έβαλε τα δυνατά της, κ' επροσπαθούσε όπως-όπως να ζήση τα δύο ορφανά. Τι αξιολύπητα, τα καϋμένα! Κατά τας διαφόρους ώρας του έτους, εβοτάνιζεν, αργολογούσε, εμάζωνε εληαίς, εξενοδούλευε. Εμάζωνε κούμαρα, και τα έβγαζε ρακί.

Εγέννησαν και η ψαραίς, είπε με χαράν και απέθεσε τα δύο αιγίδια πλησίον της πυράς, βρεγμένα ακόμη από την κοιλίαν της αιγός, τα οποία έπαιζαν, τα καϋμένα, τα ματάκια των μαύρα-μαύρα, και πότε έβλεπαν με απορίαν την μίαν κάπαν, πότε την άλλην, τους μέλλοντας συντρόφους της ορεινής ζωής των· και έσειον τα αυτάκια των εκεί εγγύς της πυράς.

Ο Θεός να τα φυλάξη τα καϋμένα τα μικρά. Ξέρεις ποια είνε αυτή η μικρούλα; Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ. — Ποια; ΛΕΛΑ — Η κόρη του Τάσσου. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΤελείωσέ μου αλήθεια την ομιλία που μου άρχισες. Έλα κάθισε εδώ κοντά μου. ΛΕΛΑΒλέπω σούχουν ετοιμάσει πια για την απαγγελία σου. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΜη μου αλλάζης κουβέντες. Η απαγγελία μου δεν μ' ενδιαφέρει καθόλου.

Ξερκά όμως, δίχως νερό τα καϋμένα τα σπαρτά, μπροστέλευαν εδώ κ' εκεί ανάριες τες λυγνές καλαμιές τους με τ' αχαμνά στάχια, κ' έγερναν καταμεριά τες μαραμένες τους φούντες λυπητερά, σαν κεφάλια παραπονεμένων ραγιάδων.

Συ νάχης την υγείαν σου, και ας διασκεδάσουν και λιγάκι τα καϋμένα τα παιδιά. Δόξα σοι ο Θεός, η δουλειαίς σου πηγαίνουν περίφημα. — Ας ην' οι άνθρωποι καλά, δεν έχω παράπονον. Αλλά δεν είνε λόγος αυτός να τα σκορπούμε. — Ποιος είπε να τα σκορπούμε; Κανείς δεν τα σκορπά. Ξοδεύομεν μόνον όσα πρέπει, διά να κρατούμεν την θέσιν μας εις την κοινωνίαν. Αλήθεια . . . δεν ηξεύρεις δα!

Δύο-τρία κοπαδάκια, σκιρτώντα μικρά ψαράκια, μικρούτσικες αθερίνες της Σκιάθου, μας παρηκολούθησαν από του λιμένος. Και σπεύδουν τα καϋμένα, και σείουν της ουρίτσες των ως να τρέμουν μη μας χάσουν. Αραιόνουν, πυκνούνται, αλαργεύουν, σιμόνουν, παρατάσσονται, ανακατόνονται.

Χλιμίντρησαν δυνατά και δυο μουλάρια, σα να χαιρέτιζαν κι αυτά τα καϋμένα το γλυκοξημέρωμα, εκεί που δρόσιζαν τα διψασμένα ρουθούνια τους στο νερό. Ο αγωγιάτης τ' αράδιασε ύστερ' από κουτσάκι σε κουτσάκι σαμαριού με τα καπίστριά τους και τάσυρε κατά το μοναστήρι σουρίζοντας.

Το σπήλαιον αντήχησεν από τον ισχυρόν, τον σκαστόν γέλωτα των μηνών. — Ήρθ' ο καιρός για τον Απρίλη· αχ καϋμένα νειάτα!. . . είπεν ο Γενάρης στενάξας, ως άνθρωπος, όστις πολλάς αμαρτίας έκαμε κατά την νεότητά του. Τωόντι ο Απρίλης είνε ο ωραιότερος και πλέον φιλάρεσκος μην.

ΔΩΡΑ — Α! όχι, όχι. Μην το πης αυτό. Μη και φοβάμαι από τώρα. Χτυπάει η καρδιά μου. Όχι. Χωρίς να θέλη ο μπαμπάς, ποτέ. ΝΙΚΟΣΚαλά, καλά θα ιδούμε. Μη θυμώνης! ΔΩΡΑΌχι. Μην το ξαναπής αυτό που είπες. Καλλήτερα να πεθάνω. Να! λοιπόν να μάθης να λες όχι. Άξαφνα, μόλις τους βλέπουν, αποχωρίζονται τρομαγμένοι. Αχ! Θεέ μου! Οι παραπάνω, ΛΕΛΑ, ΘΕΑΤΡΙΝΑ. Τα καϋμένα τα μικρά.