United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά και στην καθημερινή ζωή είναι ανυπόφορο ν' ακούη κανείς να φωνάζουν καθενός σχεδόν για μια κάπως γενναία, ευγενή, απροσδόκητη πράξη: ο άνθρωπος αυτός είναι μέθυσος, είναι τρελλός! Ντραπήτε, σεις οι εγκρατείς! Ντραπήτε σεις οι σοφοί! — Αυτά είναι πάλιν από τις φαντασίες σου, είπεν ο Αλβέρτος.

Αυτό είναι όλως διόλου άλλο, επρόσθεσεν ο Αλβέρτος, διότι άνθρωπος τον οποίον αφαρπάζουν τα πάθη του χάνει όλον το λογικόν του και θεωρείται, ως μέθυσος ως παράφρων· — Α! σεις οι φρόνιμοι άνθρωποι! εφώναξα χαμογελώντας Πάθος! Μέθη! Μανία! Στέκεσθε τόσον απαθείς και ακοινώνητοι, οι ηθικοί άνθρωποι!

Και πολλαίς φοραίς την αυγήν, ο Χαντζής ο Μπολμάς, ο μέθυσος αχθοφόρος, πηγαίνων εις την καλύβην του, περνώντας μπροστά από την εκκλησίαν, το είδε το κρεββάτι, με πεθαμένον μέσα, με κεριά αναμμένα γύρω-γύρω, οπού μόνον του, χωρίς να το κρατή κανένας, έφευγεν από τον νάρθηκα, κ' επήγαινε προς το νεκροταφείον, με τον πεθαμένον μέσα, με τα κεριά αναμμένα γύρω-γύρω.

Οι δύο πρέπει να ομολογήσετε ότι είναι δικοί σας· τούτο το πράμμα του σκότους το αναγνωρίζω για δικό μου. ΚΑΛΙΜΠ. Ω θανάσιμες τσιμπιές που καρτερώ! ΑΛΟΝΖ. Δεν είναι αυτός ο Στέφανος; ο μέθυσος κελλάρης μου; ΣΕΒΑΣΤ. Μεθάει ολοένα· πού ηύρε το κρασί; ΑΛΟΝΖ. Μήτε ο Τρίνκουλος βαστιέται· που να ευρήκανε το πιοτό, που τους ερρόδισε; πώς αρτύσθηκες έτσι;

Το να μεθύη τις ευκόλως σημείον ότι δεν είναι μέθυσος, ως και το να επιθυμή όσας βλέπει γυναίκας είναι απόδειξις μακράς σωφροσύνης· των δε καλών εκείνων ασκητών αι κεφαλαί, αίτινες από τοσούτων χρόνων μόνον της προσευχής και των ουρανίων εκστάσεων την ηθικήν μέθην εγνώριζον, ήρχισαν μετ’ ολίγον να γυρίζωσιν ως η γη περί τον ήλιον.

Πατέρα, πού 'νε το ψωμί; εφώνησεν έν των πεινώντων παιδίων, προστρέχον ευθύμως εις απάντησιν του πατρός του. — Ψω . . μί; Νά! απήντησε βαναύσως ο μέθυσος, και πριν ή προφθάση η μήτηρ να κρατήση την χείρα του, κατέπεσεν αύτη βαρεία επί της παρειάς του παιδός. Το μικρόν εκυλίσθη χαμαί ολολύζον, ο δε Δημήτρης κατέπεσε μετ' ολίγον βαρύς εις την κλίνην του, όπου απεκοιμήθη.

Κύριε ελέησον! έλεγεν ο φίλος μου. Ο παπά-Σεραφάκος, απαθής, σαν να είδε πολλά τέτοια, εξηκολούθει την παράκλησιν, οπού εμένα σαν να έβλεπα όνειρον μου εφαίνετο· και σαν ένα πολύ ζωηρόν όνειρον σου τα γράφω τώρα όλα αυτά, οπού συνέβησαν εις εμένα. — Τι είπες, καπετάν-Μοναχάκη! Με ηρώτησεν ο φίλος μου. Εγώ εξηκολούθουν τα παραληρήματα. Το κρασί ήτο, για να γείνω μέθυσος.

Εδοκίμασε πολλάκις να εισπράξη τα οφειλόμενα· αλλ' «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Το είχεν ακούσει το ρητόν αυτό και εις το σχολείον, μικρός ακόμα, που τα εξηγούσε με ιδιαιτέραν αγαλλίασιν ένας μέθυσος διδάσκαλος, καταχρεωστών εις όλα τα μαγαζεία, και εκ των πραγμάτων τότε το εννοούσεν ως αληθές. Και τώρα δε, ότε εμεγάλωσεν, έβλεπε πάλιν εκ των πραγμάτων ότι ήτο αληθές.

ΑΚΑΔ. Όσα η συνήγορος είπεν υπέρ της Μέθης, ω άνδρες δικασταί, φαίνονται πολύ ορθά όπως ελέχθησαν• αλλ' εάν δόσετε ευνοϊκήν ακρόασιν και εις όσα μέλλω να είπω εγώ, θα πεισθήτε ότι ουδόλως την ηδίκησα. Ο Πολέμων ούτος, τον οποίον λέγει δούλον της, ήτο εκ φύσεως αγαθός και χωρίς καμμίαν ροπήν να γείνη μέθυσος, αλλ' εσυγγένευε και ωμοίαζε προς εμέ κατά τον χαρακτήρα.