United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο αμαξάς μας εκάθησεν επί του εδωλίου του, επήρε τα ηνία και παρώτρυνε τα άλογα διά του συνήθου «νου, στο ΘεόΑυτά έκαμαν μίαν προς τα εμπρός κίνησιν, το έλκηθρον έτριξε δις, τρις και εκυλίσθη επί της απαλής χιόνος. Μετά δύο ώρας ο ήλιος ήτο υψηλά. Είνε εκτάκτως μαγευτική η θέα του χιονισμένου κάμπου υπό τας ηλιακάς ακτίνας και μόνον ότι κουράζει την όρασιν η ατελεύτητος εκείνη λευκότης.

Λάβε τώρα και συ ταύτην ως αντάλλαγμα του κόπου σου, και εύχου, όπως ο σίδηρος ο ιδικός μου, φρουρήση σε ασφαλέστερον, παρ' όσον εφρούρησεν εμέ ο ιδικός σου χρυσός!. . . . . . . . Είχεν ήδη εξημερώση, Και, κλείσας με βαθύν στεναγμόν το αιμόφυρτον στόμα, εκυλίσθη από της κλίνης μου επί του δαπέδου άψυχος ο Πετεινός μου, ο ατυχής, της φαντασίας μου το θύμα.

Ήτο κάθιδρως από την κουραστικήν κατάβασιν και κατακόκκινοςσφυρίξας, πρωί-πρωί και δύο-τρία ρούμιαμε χιονισμένα τα κόκκινα γένεια του, ως να εκυλίσθη καθ' οδόν εις το χιόνι. Από του Κάστρου μέχρι της ακτής δεν είνε πολύ το διάστημα. Μία κατωφέρεια ξηρά και βραχώδης είνε μόνον, ήτις δεν είχε πιάσει και πολύ χιόνι.

Ήνοιξε λοιπόν αυτήν αμέσως και προσφέρων ποτήριον προς τον ελθόντα και προς τους άλλους είπε: — Τράβα μια, καϋμένε Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω! Ταυτοχρόνως εχρεμέτισαν επάνω οι εξαρτισμοί του πλοίου, ως να έτρεχον ίπποι εις την πεδιάδα, θαρρείς κ' εχαιρέτιζον τους πίνοντας ναύτας, κ' εκυλίσθη δεξιά και αριστερά η Σκίαθος ως να ητοιμάζετο ν' ανοίξη τα πανιά της.

Οι σκύλοι της μάνδρας είχαν σπεύσει εις προϋπάντησίν του τρελλοί από χαράν. Όταν δε συνηντήθησαν, ο Μανώλης εκυλίσθη μετ' αυτών επί των χόρτων, αποδίδων τας θωπείας, ως σκύλαξ, και ομιλών προς αυτούς ως να ήσαν άνθρωποι: — Εσείς ελέετε πως δε θα ξανάρθω στα ωζά, αι; Κεγώ το φοβήθηκα. Αι, μωρέ παιδιά, κακά πούνε στο χωριό, σα σε βάλουνε και στο σκολειό!

Ο λίθος εκυλίσθη πηδών μέχρι της άκρας του κρημνού, εκείθεν κατέπεσε, και ήκουσα κάτωθεν την βοήν της βαθείας θαλάσσης. Έρριψα λιθάριον μικρόν και κατεκρημνίσθη κυλισθέν επίσης. Ουδεμία επί των βράχων εξοχή ικανή να εμποδίση το κύλισμα οιουδήποτε βαρέος σώματος. Προσοχή, προσοχή! Σήμερον συνέλαβα τον εαυτόν μου αυτοφώρω μονολογούντα, — ίσως και χειρονομούντα.

Το άνθος ηρυθρίασεν εκ νέου και προσεπάθει να συγκρατήση αυτόν. Και έρως να συγκρατηθή προσεπάθει. Αλλ' απεσπάσθη και έφυγε, αφήσας μόνον έν δάκρυ επί των ερυθρών του άνθους πετάλων, το οποίον παρέσυρε το ερύθημα και εκυλίσθη μετ' αυτού εις την γην. Πλησιάζω και λαμβάνω το πρώτον δάκρυ, και λαμβάνω και το έσχατον.

Αυτό τούδωσε στα νεύρα κι άρχισε να περπατά εξαιρετικά γρήγορα, όταν ξαφνικά ένα παιδάκι κάτω από ένα θολωτό δρόμο τρέχοντας βρέθηκε ανάμεσα στα πόδια του κ' εκυλίσθη χάμου.

Πατέρα, πού 'νε το ψωμί; εφώνησεν έν των πεινώντων παιδίων, προστρέχον ευθύμως εις απάντησιν του πατρός του. — Ψω . . μί; Νά! απήντησε βαναύσως ο μέθυσος, και πριν ή προφθάση η μήτηρ να κρατήση την χείρα του, κατέπεσεν αύτη βαρεία επί της παρειάς του παιδός. Το μικρόν εκυλίσθη χαμαί ολολύζον, ο δε Δημήτρης κατέπεσε μετ' ολίγον βαρύς εις την κλίνην του, όπου απεκοιμήθη.

Μετά τινα στιγμήν οι θεαταί οι πλησίον του στίβου ήκουσαν τον υπόκωφον δούπον θραυομένων οστών έπειτα το ζώον εκυλίσθη ως όγκος με στραγγαλισμένον τον τράχηλον, νεκρόν πλέον. Εν ριπή οφθαλμού ο γίγας έλυσε την κόρην από των κεράτων του ταύρου και την έλαβεν εις τους βραχίονάς του, έπειτα ήρχισε να πνευστιά ταχέως.