United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γρηά-Σπύραινα θέλεις από τον γεννηθέντα εν εαυτή φόβον, θέλεις από την υπερβολικήν ελπίδακουράζει, βλέπετε, και η πολλή ελπίςαπέκαμε περί την ώραν του εσπερινού και δεν εφάνη πλέον εις τον Βράχον. Ήτο και τόσον δριμύ το ψύχος!

Διότι η χαρά των άλλων όσον και αν είνε ανεξάρτητος, μας κουράζει και επιθυμούμεν να παύση μίαν ώραν αρχήτερα, βιαζόμενοι να κατατάξωμεν αυτούς εις την ιδίαν με ημάς σειράν, ως η κωλοβή αλώπηξ του μύθου. Δεν επέτυχον όμως αυτήν την ευκαιρίαν οι χωρικοί. Το χωρίδιον Τρουμπέ ήτο έρημον τόρα.

Ο Μανώλης έκαμε μορφασμόν δυσαρεσκείας. — Χμ! αυτό μόνο θα του 'πης; ... .Αι, να μη του 'πης πράμμα, είπε με τόνον χολιασμένου παιδιού. Δε θέλω να του 'πης πράμμα. Εθάρρεψες πως εμένα με κουράζει η δουλειά; Χαρά στη δουλειά! ταφτί μου δε δρόνει! Και εκινήθη διά να φύγη θυμωμένος. — Μα δεν μπορώ ... .πώς μπορώ να του πω τέτοια λόγια; Είπεν η Πηγή με θλίψιν.

Έχω πολλούς πίνακες, μα δεν τους προσέχω πια. Ενώ περιμένανε το δείπνο, ο Ποκοκουράντης έβαλε να παίξουνε ένα κοντσέρτο. Ο Αγαθούλης βρήκε τη μουσική υπέροχη. — Αυτός ο θόρυβος, είπε ο Ποκοκουράντης, ημπορεί να διασκεδάση για μισή ώρα· αλλ' αν βαστάξει περισσότερο, κουράζει όλους, αν και κανείς δεν τολμά να το ομολογήση.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ Ξέρεις. . . σαν γίνεται με βια, περσότερο κουράζει. ΧΡΕΜΗΣ Χεμ! δίκηο έχεις• μ' αν κι' αυτό η πόλις το εγκρίνη, οι άνδρες θα το κάνουνε και έτσι, τι να γίνη! Έλεγαν οι πατέρες μας μια σοφωτάτη γνώμη: πως και η σκέψεις η κουτές, κ' η πειό ζουρλές ακόμη όπου θα κόψη το μυαλό, μπορούν κι' αυτές κάμμιά φορά να βγουν και σε καλό.

Πόσο μας κουράζει και πόσο πρέπει να κουράζη και τον εαυτό του με τις ατελείωτες κι αρρωστειάρικες επαναλήψεις του! Πόσο λειψός είναι από κάθε στοιχείο διανοητικής αναπτύξεως! Σε τι αισχρό κύκλο μέσα στριφογυρίζει ακατάπαυτα! ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Μιλείς μ' έν' αλλόκοτο αίσθημα, Γιλβέρτε. Είχες τη φρικτή, όπως είπες, αυτή πείρα τώρα τελευταία; ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Πολύ ολίγοι από μας τη διαφεύγουν.

Απαυδήσας τέλος εκ της μακράς ελπίδος, — πόσον κουράζει η ελπίς! — εβυθίσθην εντός της θερμής κλίνης μου ανάπλεως οργής. Η σελήνη ήτο εις το τέλος της και εξαπατά, τον χειμώνα. Μου ήλθεν ύπνος. Πρέπει να εκοιμήθην αρκετά. Διότι είδον και όνειρα· Όνειρα τερπνά και όνειρα φοβερά. Όνειρα ευώδη και όνειρα βρωμερά. Είδον την όρθριον ακολουθίαν υπέρλαμπρον, πανευφρόσυνον.

Ο αμαξάς μας εκάθησεν επί του εδωλίου του, επήρε τα ηνία και παρώτρυνε τα άλογα διά του συνήθου «νου, στο ΘεόΑυτά έκαμαν μίαν προς τα εμπρός κίνησιν, το έλκηθρον έτριξε δις, τρις και εκυλίσθη επί της απαλής χιόνος. Μετά δύο ώρας ο ήλιος ήτο υψηλά. Είνε εκτάκτως μαγευτική η θέα του χιονισμένου κάμπου υπό τας ηλιακάς ακτίνας και μόνον ότι κουράζει την όρασιν η ατελεύτητος εκείνη λευκότης.

Είνε βαρύ και θα σε κουράση, μα σα θες, βάστα το σόλη τη στράτα. — Δε με κουράζει μένα. Ένα πράμμα τόσο επιθυμητό, μπορούσε να με κουράση; — Στ' ανέβασμα, μούπε ο Βασίλης, θα παίξης και την πρώτη σου τουφεκιά. Δε χρειαζότανε περισσότερο για να παύσουν οι δυσπιστίες κ' οι δισταγμοί μου. Ο δρόμος ήτον όλος ανήφορος, τριών περίπου ωρών, και το τουφέκι ήτο βαρύ για την ηλικία μου.