United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φωνές, βρυσές, ξύλο δεν του κάνουνε τίποτα., Έτσι και το μαλλί. Όσο εύκολα πλαίνεται για έναν που τόχει μάθει, τόσο δύσκολα για κάθε άλλο. Χρειάζεται τέχνη και δύναμη.,, Και να σου πω, ευκολότερο είναι να το πλαίνεις με ζεστό νερό., Μα με το κρύο έχεις πάλι ένα συμφέρο. — Τι συμφέρο! έκανε με περιέργειαν ο κληρωτός.

Εμένα, οι ψηφίδες με βασανίζουνε και τα ψηφιδωτά του κ. Σωτηριάδη. Σαν τι πράματα να είναι τάχα; Εγώ λέω πως θάναι οι μωζάικες . Οι μωζάικες είναι κάτι κύβοι ή κυβούλια, μικρά γυάλινα διαφορόχρωμα κομματάκια, που σαν τα βάζουνε πλάγι πλάγι με τέχνη, κάνουνε λογιώ λογιώ ζουγραφιές.

Όταν πλησιάσανε στην αίθουσα του θρόνου, ο Κακαμπός ρώτησε έναν ανώτερο αξιωματικό, τι έπρεπε να κάνουνε για να χαιρετήσουνε την μεγαλειότητά του: αν πρέπει να πέσουνε στα γόνατα ή να συρτούνε με την κοιλιά· αν πρέπει να βάλουνε τα χέρια στο κεφάλι ή στον πισινό· αν φιλούνε τη σκόνη της σάλλας: μ' ένα λόγο ποια είναι η εθιμοτυπία.

Άμοιρο παιδί! Ποια θα είναι μια μέρα η τύχη σου στον κόσμο; Και για να παρηγορήση σωστά το Σβεν και να ξαναφέρη τη χαρά του, είπε: — Είτανε κακός, πολύ κακός κύριος· αλήθεια. Τότε άστραψε πάλι από χαρά ο Σβεν κ' η λύπη του σβήστηκε, γιατί μπορούσε να πιστεύη πως μόνο κακοί άνθρωποι κάνουνε τέτοιο πράμα. Του κόψανε τα μαλλιά κ' η μαμά τον πήγε στο ζαχαροπλαστείο.

Τάρματά του Είνε βαμμένα μ' αίματα Τούρκικα μολυσμένα. — Κ' οι Τούρκοι ... τι κάνουνε; Αδέρφια μας πλασμένα Κι' αυτοί δεν είνε απ' τον Θεό; Τι φταίνε, τι του κάνουν; — Άκουσε· δεν πιστεύουνε οι Τούρκοι τον Χριστό μας, Και μας τον βρίζουν άκοπα· αρπάζουνε το βιο μας, Μας δέρουνε, μας τυραννούν, θέλουν να μας βυζάνουν. Το αίμα μας 'σάν σφάλαγκες.

Προτιμώ τον Τάσσο και τους μύθους του Αριόστου, που σε κάνουνε να κοιμάσαι όρθιος. — Να τολμήσω να σας ρωτήσω, κύριε, είπε ο Αγαθούλης, αν δε σας δίνει μεγάλη ευχαρίστηση το διάβασμα του Ορατίου;

Εκείνος, που θα βρη πρώτος το χαρτί αυτό, πρέπει να το δείξη σε κείνον ή σε κείνους, που θα φροντίσουνε για την ταφή μου. Ω θεέ μου, τώρα που γράφω αυτή τη λέξηας είμουνα κοντά στο θάνατο, όπως η λέξη στο χαρτί. Ήθελα, ναι, να ζήσω για χάρη των αγαπημένων, που κάνουνε για μένα ό,τι δεν κάνει άνθρωπος για τον άλλον άνθρωπο, ήθελα να ζήσω και το προσπαθώ όσο μπορώ.

Ε!... φςςς! τους κόπους μη χάνετε• μόνον εγώ ξέρω καλά τους τόπους, που τα ωραία τα βουρβιά και τα μεγάλα βγάνουνε. Κι' αυτοί εδώ, πούνε σκυφτοί περσσότερο, τι κάνουνε; Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Καθένας απ' αυτούς της γης τα Τάρταρα εξετάζει. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Καλά• κι' ο κώλος τους γιατί τον ουρανό κυττάζει; Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Αυτός μονάχος του από 'κεί σπουδάζει αστρονομική.

Φανερό, είπε ο γέρος, πως δεν υπάρχουνε ούτε δυο, ούτε τρεις, ούτε τέσσερις. Ομολογώ, πως οι άνθρωποι του κόσμου σας κάνουνε πολύ παράξενες ερωτήσεις. Ο Αγαθούλης δεν έπαψε να ρωτά το γέρο. Θέλησε να μάθη, πώς προσευχόντανε στο Ελδοράδο. — Δεν προσευχόμαστε καθόλου, είπε ο αγαθός και σεβάσμιος σοφός.

Αλλού οι μισοί κάτοικοι είναι τρελοί, αλλού πολύ πονηροί, αλλού πολύ μαλακοί και πολύ κουτοί· αλλού κάνουνε πνεύμα· και παντού η πρώτη απασχόληση είναι ο έρωτας· η δεύτερη να κακολογούνε κ' η τρίτη να λένε ανοησίες. — Αλλά κύριε Μαρτίνε, έχετε ιδεί το Παρίσι; — Ναι, τόχω ιδεί το Παρίσι.