United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γραία εξήλθε τρέχουσα. Η Φραγκογιαννού έμεινε μόνη, με την λεχώ και το βρέφος. Η νεαρά γυνή είχε λαγοκοιμηθή πάλιν, και δεν είχεν αντιληφθή καλώς την απουσίαν της μητρός της. Μετ' ολίγας στιγμάς εξύπνησε και είπε·Πού πάει η μάνα, θα πω;

Ερχομένη εις την άμπελον εθεώρει αμαρτίαν να μείνη αργή. Πάντοτε ήθελεν ανακαλύψει εργασίαν τινά. — Ου, θα πω, και συ! την επείραζον ενίοτε αι θυγατέρες της, δεν κάθεσαι μια μέρα να ξαποστάσης!

ΒΕΡΑΘέλω να πω πως πέρασαν τόσα χρόνια. Μητέρες ξεχάσανε τα παιδιά τους τα πεθαμένα μέσα σε τόσον καιρό. . . ΦΛΕΡΗΣΤα λόγια σου είναι απελπιστικά, Βέρα. Βλέπω τι θέλεις να μου πης. Από τη μνήμη σου σβύστηκε εκείνο πού ζητώ να ξυπνήσω. Ίσως έχεις δίκιο. ΒΕΡΑΔε θέλω να πω αυτό. Ίσως δεν μπορώ να εκφρασθώ. Δε ξέρω να μιλώ με ώμορφα λόγια. ΦΛΕΡΗΣΉτανε φυσικό να ξεχάσης.. .

Καλά, γέρω Μαρούπα, για το χατήρι σου, μα σα γίνεται γάμος, θέλω ν' ακούσω τραούδι. Ο Μαρούπας είπε στης γυναίκες να τραγουδήσουνε, εκάθισε κοντά τους τον ανήσυχο Στέφανο και σε λίγο, στη σιωπή της νυχτιάς αντήχησε ένα οξύ και μακρότατο μονόφωνο. «Ένα τραούδι θενά πω απάνω στο λεμόνι. «Να ζήσ' η νύφη κι' ο γαμπρός κ' η συντροφιά μας όλη. «Ένα τραούδι θενά πω απάνω στο κεράσι.

Εσήκωσα και το φέσι μου κομμάτι παραπάνωεσυνήθιζεν ο καπετάν Κωνσταντής να το φορή πάντοτε μέχρι των ώτων και των οφθαλμών. — Να σου πω, καπετάνιο μου, απαντά ο φύλακας. Καλό είναι για σε το φέσι σου, αλλά για το λιμενάρχη δεν είνε διόλου καλό. Εκτός αν θέλης να παρουσιασθής για καρβουνιάρης. Και εξεκαρδίζετο από τα γέλοια διηγούμενος το επεισόδιον τούτο ο καπετάν Κωνσταντής.

Λοιπόν όχι στο Κρητικό το ιδίωμα! — Άλλο πάλε αυτό! Κ' ήθελες τάχα να τη χάψω μέσα σε δέκα μέρες τη γλώσσα τους; Το πολύ, να σου πω μερικές λέξες. Να! Σαν τουφεκίσουν κανένα, λεν πως του "παίξανε μια μπαλλοτέ„. — "Μπαρουθιάτόξερα γω. Έτσι τόλεγαν οι Σφακιανοί μια φορά. Πήγες και στα Σφακιά; — Δεν μπόρεσα ως εκεί. Άλλη ιστορία.

ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Α! μη λες πως συμφωνείς μαζί μου. Όταν οι άνθρωποι συμφωνούν με μένα, αισθάνομαι πάντα πως πρέπει να έχω το άδικο. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Τότε δεν θα σου πω βέβαια αν συμφωνώ μαζί σου ή όχι. Αλλά θα σου υποβάλω μιαν άλλην απορία. Μου εξήγησες ότι η κριτική είναι δημιουργική τέχνη. Τι μέλλον έχει; ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Στην κριτική ανήκει το μέλλον.

Αλλά να το φυλάξετε μυστικό, παιδιά μου. Εγώ θα σας πω πότες. Παρεκάλεσεν ο κυρ-Δημάκης. Και είδεν ευχαρίστως τότε ότι αι προς αυτόν, τον ξένον και έρημον, περιποιήσεις μητρός και κόρης, ηύξησαν, ως ήτο φυσικόν, εις το έπακρον. Του έπλυνον, του εμαγείρευον, του έστρωνον. Και μάννα και κόρη το είχον κρυφήν χαράν το μυστικόν των.

Τι ωραίον πράγμα κάθεσαι και μου λες, ευλογημένε μου; εγώ σου λέγω πως τίποτε δεν αξίζει· και αν ήσουν μάλιστα τώρα εκεί να ήκουες, θαρρώ πως θα εντρεπόσουν και ο ίδιος δια λογαριασμόν του φίλου σου· δεν έστεκε καθόλου εις την αξιοπρέπειάν του, να τίθεται εις την διάθεσιν ανθρώπων, που δεν τους μέλει να λέγουν ό,τι λάχη, και που πιάνονται από κάθε λέξιν που τους παρουσιάση η τύχη· και αυτοί, όπως σου έλεγα και προηγουμένως, θεωρούνται από τους καλυτέρους σήμερα εις αυτό το είδος· αλλά, να σου πω την αλήθεια.

Ένθους ως εκ τινος μαρμαρυγής της εν τη ψυχή ιεράς φωτοβολίας του πεπρωμένου της η Γερακούλα υποκρίνεται ότι βλέπει και αυτή τας λευκαζούσας και κινουμένας μανδήλας κάτω εις τας πλατάνους, όθεν δεν ηδύνατο ν' αποσπάση τα βλέμματά του ο δειλός ληστής, και ανακράζει μετά τρόμου ποιούσα τον σταυρόν της: — Αναράιδες, παιδί μου! πω! πω! Αναράιδες! Τι να γένω!