United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά τόρα όστις φονεύση τον συγγενέστερόν του και καθώς λέγομεν τον φίλτατόν του τι πρέπει να πάθη; Εννοώ δε όστις φονεύση τον εαυτόν του και τον στερήση την μοίραν του πεπρωμένου διά της βίας, χωρίς ούτε η πόλις να το επιβάλη ως τιμωρίαν ούτε αυτός να υποκύπτη εις την οδυνηράν δυστυχίαν η οποία τον εκυρίευσε, ούτε να του έλθη κάποιος αθεράπευτος και αβίωτος εξευτελισμός, αλλά από οκνηρίαν και ανανδρίαν και δειλίαν επιβάλλων εις τον εαυτόν του άδικον τιμωρίαν.

Το άγνωστον καταπλήττει. Όσον ωραίον, όσον τερπνόν, όσον επαγωγόν και αν είνε το παρόν, το απτόν, γοητεύει πάντοτε το άγνωστον, το άοπτον και αόρατον. Κ' εκεί της εφαίνετο ότι έβλεπεν εις το βάθος πέραν του κυανού πόντου έν μαύρον βρίκιον με τα λευκά του ιστία ταχέως να διέρχηται ως αστραπή προ των οφθαλμών της, ως να το εκίνει ουχί άνεμος, αλλά η αμείλικτος του πεπρωμένου χειρ.

Ματαία λοιπόν εφαίνετο η αντίστασίς μου κατά του πεπρωμένου και πολύ προτιμότερον να στέρξω τα πράγματα όπως ήσαν. Πρέπει δε και να ομολογήσω ότι είχεν ολιγοστεύση κατά πολύ εις διάστημα μιας μόνης ώρας η αντιπάθειά μου κατά του ρωμαντισμού.

Διότι τα τρίγωνα C. | εκάστου ατόμου ευθύς εξ αρχής αποτελούνται με μίαν προσ- διωρισμένην δύναμιν, ώστε είναι ικανά να διαρκέσωσι μέχρι τινός χρόνου, πέραν του οποίου δεν δύναται να εξακολουθήση η ζωή. Κατά τον αυτόν τρόπον είναι και η σύστασις των νοσημάτων. Και όταν τις καταστρέφη ταύτην έξω του πεπρωμένου χρόνου με φάρμακα, γίνονται συνήθως εκ μικρών μεγάλα νοσήματα και εξ ολίγων πολλά.

Ήτο ειμαρμένον να τελειώση εδώ το μαρτύριόν σου. Σώζων σε καταστρέφω την πίστιν, φυλάττων σε προδίδω τον όρκον. Μετήλθον όλα τα μέσα. Δεν ήτο γραπτόν να σωθής. Περιήλθον όλην την γην, διέδραμον όλην την οικουμένην. Οι διώκται σου είναι ισχυροί. Έχουσι την συμμαχίαν του πεπρωμένου. Τον άρτον μου δεν τον έθεσα ποτέ επί τραπέζης, επί προσκεφαλαίου δεν εστήριξα την κεφαλήν μου.

Ένθους ως εκ τινος μαρμαρυγής της εν τη ψυχή ιεράς φωτοβολίας του πεπρωμένου της η Γερακούλα υποκρίνεται ότι βλέπει και αυτή τας λευκαζούσας και κινουμένας μανδήλας κάτω εις τας πλατάνους, όθεν δεν ηδύνατο ν' αποσπάση τα βλέμματά του ο δειλός ληστής, και ανακράζει μετά τρόμου ποιούσα τον σταυρόν της: — Αναράιδες, παιδί μου! πω! πω! Αναράιδες! Τι να γένω!