United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκίνει την κεφαλήν δεξιά και αριστερά, ως ν' απεδίωκε μυίας και εμειδία το ψυχρόν και μισόν μειδίαμα του τυφλού, από το οποίον λείπει των οφθαλμών η ακτινοβολία. Υπό την κίνησιν του δοξαριού του έφευγον γοργόπτεροι του «πηδηκτού» οι ήχοι. Και όλος ο κύκλος των χορευτών εκινείτο διά μιας ως είς άνθρωπος, και των ποδών ο κρότος αντήχει ταυτοχρόνως και τόσον δυνατά, ώστε εσείετο ενόμιζες, το έδαφος.

Ο δε σαλίγκαρος, ως να ήκουε την φωνήν της κόρης κ' εννόει τους λόγους της, σιγά-σιγά εξήρχετο του οστράκου του, έστρεφεν εδώ κ' εκεί τους μικκύλους, ως κόκκον σινάπεως, οφθαλμούς του, εκίνει τα κερατάκια του κ' εκαμάρωνεν. Η Ασήμω, ηυχαριστείτο πολύ εις τούτο κ' επανελάμβανε γελώσα: — Σαλίγκαρε, μαλίγκαρε, βγάλ' τα κέρατά σου, γιατ' έρχετ' η κυρά σου με τα πρόβατά σου!. .

Αν δεν τον ημπόδιζε μάλιστα πλατύς χάνδαξ, πιθανώτατα θα επλησίαζε και θα ελάμβανε μέρος εις τον βουκολικόν χορόν. Ο ταύρος έν τω μεταξύ είχεν αρχίση να δεικνύη σημεία ανησυχίας και εκίνει ζωηρώς την ουράν του και ανοιγόκλειε τους ρώθωνάς του. Έπειτα εξαγριωθείς ύψωσε την ουράν ως σημαίαν και έφυγε τρέχων με όλην του την ορμήν.

Αχ ναι· ο υψηλός και λευκοφορεμένος γέρων, ον η Μάρω κατά την τελευταίαν της στιγμήν διέκρινε μακράν εις τον ορίζοντα, ήδη είχε πλησιάσει κ' εσάλευε γαληνιαίως τα χείλη κ' εκίνει τας χείρας άνω των αθώων νεκρών. Κ' έξαφνα είδεν η κακή Κυρά την λευκήν χιόνα να λαμποκοπά και να καταυγάζεται και όλην εκείνην την έρημον να μεταβάλλεται κατ' ολίγον εις απέραντον θάλασσαν φωτός.

Αυτό επήγαινε κ' έφερνε νερόν, εψώνιζε κ' εσιγύριζε και μας έκανε παντός είδους υπηρεσίας εις την εντέλειαν όταν δε δεν είχαμεν πλέον ανάγκην υπηρεσίας, με άλλην επωδήν έκανε πάλιν την σκούπαν σκούπαν και το γουδοχέρι γουδοχέρι. Το πράγμα μου εκίνει μεγάλην περιέργειαν, αλλά δεν κατώρθονα να τον πείσω να μου μάθη πώς έκανεν αυτάς τας μεταμορφώσεις.

Όπερ συνήθιζεν έκτοτε να πράττη ο πονηρός παντοπώλης, αρεσκόμενος εις τα χωρίς κεφαλαίων κέρδη, ότε εκίνει μετά ταύτα τον θαυμασμόν των κατοίκων επανερχόμενος εκ της Σύρου, όπου ήνοιξε σημαντικάς πιστώσεις, εμπορευόμενος πλέον και πανικά.

Είκοσιν έως εικοσιπέντε βλάχοι, ασκεπείς, με την λαμπάδα ανημμένην εις χείρας, εγονυπέτουν πέριξ του ιερέως, ο οποίος όρθιος εκίνει την λαμπάδα του άνω και κάτω, δεξιά και αριστερά, ψάλλων το «Χριστός ανέστη», καταλαμπόμενος υπό του φωτός, ως Θεός μέσω των αστραπών του Σινά.

Ο Μπαμπαρέζος έζη ως Τούρκος, σπανίως εργαζόμενος, και εξυπνών αργά. Ήτο εκ των ολιγίστων Χριστιανών οίτινες εκάπνιζον, φέρων πάντοτε την καπνοσακκούλαν ανηρτημένην εις την ζώνην. Εις την εκκλησίαν δεν μετέβαινε τακτικά και κατέλυε τας νηστείας, πράγμα το οποίον εκίνει φρίκην άμετρον και βδελυγμίαν. Από τους Τούρκους επίσης είχε πάρει την αναιδή έξιν να κάθεται απρόσκλητος εις ξένας τραπέζας.

Η ελεεινή εν τούτοις και αλλόκοτος όψις του τυλιγμένου εις αιμοβαφή πανία εκείνου σκύλου εκίνει την περιέργειαν των διαβατών και εξήγειρε την ασυνείδητον παιδικήν ωμότητα των αγυιοπαίδων, οίτινες έτρεχον κατόπιν αυτού κραυγάζοντες και λιθοβολούντες. Την ώραν εκείνην εξελθόντες οι μαθηταί του Λυκείου εις τον συνήθη εσπερινόν περίπατον ανήρχοντο εν στρατιωτική παρατάξει τον ανήφορον της Άνω Σύρου.

Εκαθέζετο εν τω Ναώ, όπως μας πληροφορεί ο Λουκάς εν πάση ταπεινοφροσύνη, πλήρης σεβασμού προς τους πρεσβυτέρους του, ως μαθητής φλογιζόμενος υπό της δίψης της γνώσεως, με ένα ενθουσιασμόν άγιον, όστις εκίνει τους διδασκάλους εις θαυμασμόν και είλκυε την εκτίμησίν των και την αγάπην των προς το Παιδίον.